Τρίτη 30 Ιανουαρίου 2018

Ο λήσταρχος, ο υπομοίραρχος κι ο καπετάνιος


1942: Η Βοιωτία στην κατάσταση «μηδέν».
Ο λήσταρχος Ζντρους, ο ζαβός υπομοίραρχος Ζαββός
& ο Ορέστης 




Γιώργος Μιλτ. Σαλεμής




Χειμώνα του 1941-1942 η Βοιωτία, όπως και ολόκληρη η Ελλάδα περιήλθε στην κατάσταση «Μηδέν». Οι τρεις μεγάλοι κινητήρες που προωθούν την κοινωνική ζωή, ήτοι, η Πολιτική, η Πίστη και η Παιδεία, (ή αλλιώς το Βουλευτήριο, το Θυσιαστήριο και η Σχολή) έπαψαν να λειτουργούν από κοινού, έπαψαν συνεργάζονται, να αλληλοτροφοδοτούνται, να αλληλοπεριχωρούνται και να αλληλοκαλύπτονται «συμπτύσσοντας τις γραμμές τους και τους λόχους τους».
Όχι ότι πριν τον πόλεμο όλα αυτά πήγαιναν καλά. Κάθε άλλο! 
Το γερμανοτσολιάδικο κράτος που ίδρυσαν οι Βαυαροί ερχόμενο, επί εκατόν είκοσι χρόνια, σε κατάφορη αντίθεση με την περί πολιτικής μακραίωνη παράδοση των Ελλήνων, έφθασε στο ζενίθ της εθνοκτονίας με την Μικρασιατική Καταστροφή και την ΤεταρτοΑυγουστιανή Δικτατορία. 
Όμως, αυτή η μακραίωνη πολιτική παράδοση, ζωντανή και ισχυρή ακόμη τότε, συνεπικουρούμενη από τις άλλες δύο, αναδιατάσσοντας και συμπτύσσοντας τις γραμμές της και τους λόχους της με την Πίστη και την Παιδεία, κατορθώνει, προ της ΙταλοΦασιστικής απειλής, να ανατρέψει άρδην την κατάσταση και να κλείσει ρήγματα που έχασκαν εκ πάλαι. 
Ο πατήρ πάντων πόλεμος, από την πρώτο του γύρο ακόμη (στα βουνά της Βορείου Ηπείρου), καθιστά άλλους δούλους και άλλους ελεύθερους. Οι παλιές πολιτικές δυνάμεις χρεοκοπούν έναντι όλων και νέες αναδύονται ενώ ήταν καθηλωμένες και περιθωριοποιημένες. 
Δεν υπάρχει, πια, κανένα μυστικό για το «θαύμα» αυτό. Οι δυνάμεις που αναδείχθηκαν, και σταδιακά ηγήθηκαν του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, έκαναν ό, τι έκαναν γιατί, όντας κοντά στον λαό, όντας οι ίδιες λαός, εμπνεύστηκαν και εξυπηρέτησαν αυτή την ελληνική πολιτική παράδοση, η οποία, πρόβαλε και πάλι, όπως και στο 1821, ως η μόνη λύση στην αποσύνθεση και στην συντριβή όλων εκείνων των στοιχείων που συγκροτούν την κοινωνική ζωή της Πατρίδας. 
Αυτό βέβαια δεν γίνεται χωρίς ταλαντεύσεις, χωρίς παλινδρομήσεις, χωρίς ανισόμετρες εκρήξεις και υποστροφές. Όλα αυτά δεν συντελούνται εν κενώ. 
Οι άλλες παραδόσεις, εκείνες που τυράννησαν, επισήμως, κραταιώς και κρατικώς, την Ελλάδα επί εκατόν είκοσι χρόνια, είχαν γίνει κι αυτές...παραδόσεις που, με τη σειρά τους, νόθευαν, αλλοίωναν και ακύρωναν την πηγαία και χθόνια πολιτική παράδοση της αυτοδιοίκησης των ελεύθερων παραγωγών, της κοινότητας των αυτεξούσιων και πρωτεύθυνων προσώπων. 
Ο Ορέστης είναι κατά τη γνώμη μου κορυφαία έκφραση αυτής της δυναμικής και οι αποστάσεις που διανύει από τις θέσεις της "Παλαιάς Κεντρικής Επιτροπής" του ΚΚΕ, στις οποίες ήταν προσκείμενος, μέχρι τις εθνικο-απελευθερωτικές θέσεις του ΕΑΜ είναι κολοσσιαίες.
Οι νέες αυτές  δυνάμεις, στο εξής, θα επιτυγχάνουν στον βαθμό που ενσωματώνουν την ελληνική πολιτική παράδοση, την οποία, ψηλαφίζουν ακόμη και στα πιο "καθυστερημένα" χωριά, και  θα αποτυγχάνουν όσο γοητεύονται από τις ...σειρήνες της Νεωτερικότητας, διαπράττοντας τα λάθη και τα ανοσιουργήματα των προηγουμένων, εν ετέρα μορφή πλέον.

Αντιστρόφως ανάλογα, οι παλιές δυνάμεις μη μπορώντας να ...ξεχωρίσουν τη νέα κατάσταση από την παλιά, θεωρώντας την μία φυσική, αναγκαία και...ευτυχή συνέχεια της άλλης μετατρέπονται από αφανείς γερμανοτσολιάδες (ή αγγλοτσολιάδες) σε εμφανείς γερμανοτσολιάδες και δοσίλογοι, παρασύροντας μαζί τους και τους δυστυχείς της εκάστοτε και εκασταχού εξουσιαστικής... νανοπυραμίδας τους. Οι αποστάσεις που διανύονται είναι απειροελάχιστες, όσο κρατάει η μεσοτοιχία. Ο υπομοίραρχος Ζαββός είναι μια τέτοια περίπτωση. 

Ο Ζντρους είναι κορυφαία εκδήλωση μιας άλλης τάσης στη "Βοιωτία του Μηδενός". Είναι το σύμβολο και το έμβολο των δυνάμεων εκείνων που ονομάζουμε μηδενιστικές. Είναι οι άνθρωποι εκείνοι που απελευθερώνονται απ' όλα αλλά όχι από τα πάθη τους. Ελεύθεροι έναντι όλων, του Καλού και του Κακού, του Θεού και των Ανθρώπων, του Δίκιου και του Άδικου, δεν μπορούν να ελευθερωθούν από την αυταρέσκειά τους και βλέπουν ως μόνο τρόπο αύξησης του νανοαναστήματός τους, το να θρονιαστούν στον σβέρκο των άλλων. Πιστεύουν τόσο πολύ στον εαυτό τους και στο συμφέρον του που δεν πιστεύουν πια σε τίποτα άλλο. 
Δίνεται σε αυτές τις δυνάμεις μια ευκαιρία να διαλέξουν. Στον Αβορίτη δόθηκαν δύο. Ή να διανύσουν τις κολοσσιαίες αποστάσεις και να ανυψωθούν σε ήρωες ή να διανύσουν τις απειροελάχιστες αποστάσεις ως  τον χαμό τους και το αιώνιο όνειδος. Ο Ζντρους διάλεξε το δεύτερο. Ο Νάκιας το πρώτο!

Στη συνέχεια παραθέτουμε μια...τοιχογραφία της εποχής και της στιγμής του Μηδενός στη Βοιωτία. Ένα φρέσκο τριών διαστάσεων...

Πρώτη διάσταση: Το κείμενο του Ορέστη για τον Ζντρου στην «Απογευματινή» της 14ης Ιανουαρίου 1958, υπό τον τίτλο «Ο Ζντρους»:


Ο Ζντρους

«Στα δίχτυα αυτού του καταχθόνιου έπεσε ο φτωχός ο Ζντρους. 
Κατάδικος στις φυλακές Κασσάνδρας για τον φόνο κάποιου φύλακα της Κωπαΐδος, δραπέτευσε τις πρώτες ημέρες της εισβολής και έφτασε με χίλια βάσανα στο χωριό του, την Πετρομαγούλα. Προμηθεύτηκε ένα τουφέκι και γύριζε τώρα φυγόδικος στα μέρη, που γνώριζε βήμα προς βήμα, στα μπαμπάκια και τις καλαμποκιές του κωπαϊδικού πεδίου. Έγινε ο φόβος και ο τρόμος των επιστατών, της Χωροφυλακής και της ιταλικής Διλοχίας που διατελούσε υπό τας αμέσους διαταγάς του Μάγερ στον Κριμπά. Ήξερε ακόμη, μάθαινε πως και άλλοι σαν κι' αυτόν «κλαρίτες» βρίσκονται λίγο πιο πέρα από τα λημέρια του. Ακόμη και Εγγλέζοι. Ίσως κάποτε να σμίγανε όλοι μαζί...
Αυτό, όμως, φρόντιζε να αποτρέψη και ο Μάγερ, και γι' αυτό έβαλε εις ενέργειαν και άλλα τα «μεγάλα μέσα» για την εξολόθρευσί του. Μια αθηναία μαυραγορίτισσα, η Κατίνα, βρέθηκε «τυχαία», στον δρόμο του φυγόδικου. Αθηναία ήταν, ο κλέφτικος νόμος του σεβασμού των γυναικών, δεν θα έπρεπε να ισχύη και γι' αυτού του είδους τα θηλυκά. Έπειτα η Κατίνα φρόντισε και η ίδια να δείξη τον θαυμασμό της στον αγριολεβεντάνθρωπο εκείνον.
Μια ερωτευμένη μαυραγορίτισσα.
Μέσα στις μπαμπακιές, η σεξουαλική βουλιμία του αγριμιού βρήκε την ικανοποίησί της. Πρόθυμη η μαυραγορίτισσα έσπευδε στον τόπο που τις ώριζε κάθε φορά ο Ζντρους. Έπαιρνε, όμως, κι' εκείνος όλα τα μέτρα ασφαλείας που ήξερε από τους παληούς. Την άφηνε να περιμένει ώρες, ώσπου με χίλιες πονηριές να την ειδοποιήση, κάπου αλλού να κατευθυνθή για να συναντηθούν.
Δεν γινόταν η παγίδευση με αυτόν τον τρόπο! Κάτι άλλο έπρεπε να σκεφθούν. Έπρεπε η μαυραγορίτισσα να επιστρατεύση όλη τη σαγήνη της, να πείση το θηρίο της πως θάπρεπε ν' αφήση αυτήν την σκυλίσια ζωή.
Εκεί στην Κοκκινιά τον περίμενε το σπιτάκι της. Δικό του θα ήταν. Και δουλειές θα είχαν. Και στο κάτω-κάτω, αν δεν του άρεσε, ας ξαναγύριζε στα λημέρια του. Ας περνούσαν όμως μαζί τους δύο μήνες του χειμώνα στην ζεστασιά της Κοκκινιάς. Στο τέλος τον έπεισε.
Πριν όμως αφήσει τα λημέρια του, δοκίμασε να κάνει κι ένα κομπόδεμα.
«Ληστεία εις την Στενήν-Ερημοκάστρου Θηβών», γράψανε οι εφημερίδες της 16-1-42.
«Ληστεία εις την Ράχην Αμπελοχωρίου Θηβών. Την ληστείαν διέπραξεν η από τους θέρους του 1941 συγκροτηθείσα ληστοσυμμορία»(23-1-42)
Με το «κομπόδεμα» και την «κατάκτησί του», κατέβηκε ο Ζντρους στην Κοκκινιά. Δύο-τρεις μέρες όμως χάρηκε. Ώσπου να ειδοποιηθή ο Μάγερ από την μαυραγορίτισσα και να διαταχθή ο διοικητής των μεταβατικών αποσπασμάτων Βοιωτίας υπομοίραρχος Ζαβός1.
Τον σκότωσε επί τόπου, στο ζεστό κρεβάτι της μαυραγορίσσας του Μάγερ. Και όμως! Κανείς δεν βρέθηκε που να δικαιολογήση τότε τον φόνο εκείνον, έστω και αν ο φονευθείς με τις δύο τελευταίες ληστείες του, είχε δημιουργήσει τόσες αντιπάθειες στην περιοχή. 
Η ίδια αγανάκτησις παρετηρήθη και με τον φόνον του Ζερικιώτη Αποστόλου. Παντρεμένος στο χωριό του, αυτός, ήθελε να έχη και στη Σούρπη γυναίκα. Η χήρα μάνα της κοπέλλας που διάλεξε, όμως, με τους συγγενείς της, τον μέθυσαν, τον έδεσαν και ειδοποίησαν την Χωροφυλακή Λειβαδιάς να τον παραλάβη. Οι Ιταλοί τον τουφέκισαν. 
Εγώ, περισσότερο απ' όλα επεσήμανα την αγανάκτησι του κόσμου για εκείνους τους δύο φόνους, εκείνων των ανθρώπων, που δεν αποτελούσαν βέβαια, υποδείγματα εθνικών αγωνιστών. Όμως κι' αυτούς ακόμη οι Θηβαίοι και οι Λειβαδίτες τους είδαν σαν θύματα στον εθνικό αγώνα. Και επεσήμανα ακόμη και τον κίνδυνο που διέτρεχαν οι άλλοι, οι καλύτεροι. Τέτοιοι ήσαν οι Κύπριοι και ο Νάκιας.

1 Ο...υπομοίραρχος Ζαββός, ο οποίος εν τω μεταξύ έγινε ταξίαρχος, διάβασε τη δημοσίευση του Ορέστη και έσπευσε τις επόμενες ημέρες να στείλει επιστολή στην εφημερία. 

Το γράμμα του Ζαββού: στην «Απογευματινή» της 12ης Φεβρουαρίου 1958


«Αξιότιμε Κε Διευθυντά, 

Εις το φύλλον της αξιοτίμου εφημερίδος σας της 14/1/1958 και υπό τον τίτλον «Ο Ορέστης φέρει εις το φως άγνωστα παρασκήνια και ντοκουμένα – Η τραγωδία του ΕΛΑΣ όπως την έζησα ως καπετάνιος της 2ας Μεραρχίας Αθηνών», ειδικώς δε εις την 8ην σελίδα υπό τον μεσότιτλον «Ο Ζνδρους – Μια ερωτευμένη μαυραγορίτισσα», μεταξύ άλλων δημοσιεύονται και τα εξής: 

Ότι ο υποφαινόμενος, ως διοικητής τότε των Μεταβατικών Αποσπασμάτων Βοιωτίας, σκότωσα τον Ζνδου επί τόπου στο ζεστό κρεβάτι της Αθηναίας μαυραγορίτισσας Κατίνας, οργάνου του Μάγερ, το οποίον ο Ζνδρους χάρηκε μόνο δύο-τρεις ημέρες, ώσπου να ειδοποιηθή ο Μάγερ από αυτήν και να διαταχθώ εγώ. Και εν συνεχεία: Και όμως! Κανείς δεν βρέθηκε που να δικαιολογήση τον τότε φόνον εκείνον, έστω και αν ο φονευθείς με τις δύο τελευταίες ληστείες του είχε δημιουργήσει τόσες αντιπάθειες στην περιοχή, ο δε Ορέστης περισσότερο απ' όλα επεσήμανε την αγανάκτησι του κόσμου για κείνους τους δύο φόνους εκείνων των ανθρώπων (Ζνδρου και Αποστόλου), που δεν αποτελούσαν βέβαια υποδείγματα εθνικών αγωνιστών. Όμως κι' αυτούς ακόμη οι Θηβαίοι και οι Λειβαδίτες τους είδαν σαν θύματα στον εθνικό αγώνα, ο ίδιος δε επεσήμανε ακόμη και τον κίνδυνον που διέτρεχαν οι άλλοι, οι καλύτεροι, και τέτοιοι ήσαν οι Κύπριοι και ο Νάκιας. 

Ταύτα γράφων ο κ. Μούντριχας, αποδεικνύει ο ίδιος ότι ή δεν ετήρησε καλώς το ημερολόγιον...της εθνικής δράσεώς του επί Ελασοκρατίας ή σκοπίμως παραποιεί την αλήθειαν και μεταβάλλει τα γεγονότα, προς τον σκοπόν όπως εμφανίση στοιχεία βαρυνόμενα δια σωρείας αγρίων εγκληματικών πράξεων ως εθνικούς αγωνιστάς, ίνα ούτω δικαιολογήση τον επιχειρούμενον στιγματισμόν και την δισφήμησιν επισήμων οργάνων της τάξεως,χωρίς να αντιλαμβάνεται όμως ότι δια της τοιαύτης προσπαθείας του αποκαλύπτει εαυτόν αιχμάλωτον ακόμη της ιδεολογίας του και τυφλόν συνεχιστήν των μεθόδων του κόμματός του, του ψεύδους και της συκοφαντίας, μολονότι εμφανίζεται ως απαρνηθείς ταύτας. 

Διότι, ο Νικόλαος Ζνδρους, εκ Πετρομαγούλας, υπήρξεν ο αιμωβορώτερος και επικινδυνότερος λήσταρχος της τελευταίας τριακονταετίας εις την Στερεάν Ελλάδα, προ του οποίου ωχρίουν οι Μπαλούρδος, Καραθανάσης, Αγιοκαστρίτης, Λαπατσώρος και Στήρχαινας, δια τούτο δε και είχεν επικηρυχθή παρά της Επιτροπής Δημοσίας Ασφαλείας Νομού Βοιωτίας αντί ποσού τεραστίου δια την εποχήν εκείνην, δια την σύλληψιν ή την εξόντωσίν του. 
Ο Ζνδρους 

Ούτος, δραπετεύσας τον Απρίλιον 1941 εκ των φυλακών Κασσάνδρας, εις ας εξέτιε ποινήν ισοβίων δεσμών δια τον άγριον φόνον του αειμνήστου Δημητριάδου, υποδιευθυντού της Κωπαΐδος, και αφιχθείς εις την γενέτειράν του Πετρομαγούλαν – Λεβαδείας, συνεκρότησεν ευθύς αμέσως ένοπλον ληστοσυμμορίαν, κατ' αρχάς με μετά των επίσης βαρυποινιτών δραπετών των φυλακών Κασσάνδρας: 1) Νικολάου Κολοκοτάρα, 2) Ιωάννου Κοντογιάννη, 3) Γεωργίου Τσαμάτη ή Καλογιάννη και 4) Ιωάννη Μπέρδου, βραδύτερον δεκαμελή τοιαύτην και με άλλα πρόσωπα, δια της οποίας επί δεκαπεντάμηνον περίπου ελυμαίνετο κυριολεκτικώς την περιοχήν της Βοιωτίας, διαπράττων φόνους και θρασυτάτας ληστείας (συγκεκριμένως 10 φόνους και πλέον των 30 ληστειών), καταστάς ούτω ο φόβος και το τρόμος των φιλησύχων και φιλονόμων κατοίκων της περιοχής ταύτης. Συγκεκριμένως, την 1)5)1942 εις θέσιν «Μεγαλάγνωνα» της περιοχής Τοπόλιας, εξετέλεσε τον αρχιτσέλιγκαν Ευθύμιον Ζυγογιάννην, τον μεγάλον εκείνον πατριώτην, την γυναίκα του Βασιλικήν, και τα δύο των παλληκάρια, Κωνσταντίνον ετών 30 και Λουκάν ετών 23, τους οποίους αφού κατ' αρχήν ελήστευσαν αφαιρέσαντες μερικά χιλιόδραχμα, κατόπιν κατετυράννησαν και εβασάνισαν επί ολόκληρον ημέραν, δέροντες και ακρωτηριάζοντες κατά τρόπον άγριον και απάνθρωπονμ άγνωστον ακόμη και μεταξύ των φυλών των καννιβάλων, εξετέλεσαν εν τέλει οιμώζοντας, δια τον απλούστατον λόγον, ότι ηρνήθησαν να παραδώσωσι την κόρην και αδελφήν των Αγγέλω εις τον Κολοκοτάραν προς ικανοποίησιν των σαρκικών αυτού ορέξεων. Κατά μήνα Φεβρουάριον 1942 εξετέλεσαν τον Όθωνα Μπρατσιώτην εκ Κοκκίνου, τον Δημήτριον Ρόκαν ως και άλλα 4-5 άτομα εκ των χωρίων Θηβών, ων τα ονόματα και ακριβή στοιχεία δεν έχω πρόχειρα σήμερον. Όλας αυτάς τας εκτελέσεις και ληστείας, αγνοεί ή αποσιωπά ο Ορέστης. 

Διέπραξαν επίσης πλέον των 30 θρασυτάτων ληστειών. Κατά μήνα Απρίλιον 1942, εις εν μόνον χωρίον, το Ερημόκαστρον-Θεσπιών, διέπραξαν διαδοχικώς τρεις μεγάλας ληστείας, απαγάγοντες ακόμη και ανηλίκους γυμνασιόπαιδας ως ομήρους εις τα βουνά, προς εξασφάλισιν της καταβολής τωων ζητηθέντων λύτρων! Γενικώς δε η συμμορία αυτή, κινουμένη ομαδικώς ή κατά τμήματα, ελυμαίνετο κυριολεκτικώς την περιοχήν Βοιωτίας, δια τούτο δε και κατέστη ο εφιάλτης και το φόβητρον των κατοίκων, οι οποίοι μόνον μετά την εξόντωσιν αυτού ανέπνευσαν και ησθάνθησαν την ασφάλειαν της ζωής και της περιουσίας των επανερχομένην εις ταύτην, εις πολλά χωρία της οποίας οι κάτοικοι επανηγύρισαν το γεγονός τούτο, μόνον δε οι ολίγιστοι οπαδοί του, ευλόγως ίσως ηγανάκτησαν και τούτων ασφαλώς την αγανάκτησιν θα αντελήφθη, ως ήτο επόμενον και επεσήμανεν ο κ. Μούντριχας. 

Ερωμένη του Ζνδρου δεν ήτο η μαυραγορίτισσα Κατίνα, αλλ' η Γιαννούλα εκ Βαγίων, εις την οικίαν της οποίας και κατέφευγεν ούτος κρυπτόμενος, επί ολοκλήρους μήνας. Αλλ' από του Απριλίου 1942, δια λόγους προνοίας και προς εξασφάλισιν του κινητού πλούτου τον οποίον είχεν αποκτήσει εκ των εγκλημάτων του, ήλλαξε κρησφύγετον, αλλά και τακτικήν, διότι μεθ' εκάστην ληστείαν, διασκόρπιζων τα μέλη της συμμορίας του εντέχνως και συνεννοούμενος μετά της ερωμένης του, μέσω της Ιωάννας Χατζοπούλου, κατέφευγεν εις τον εν Κοκκινιά και επί της οδού Διαδόχου Παύλου 28 οικίσκον του Ι. Τερζοπούλο εις ον εκρύπτετο. Το κρησφύγετό του τούτο, το οποίον εχρησιμοποίησεν ουχί 2-3 ημέρα, ως ο Ορέστης αναληθώς επίσης γράφει, αλλά επί τέσσαρες ολοκλήρους μήνας, συνεχώς ή διακεκομμένως, ανεκαλύφθη μετά μεγάλων κόπων, ταλαιπωριών και κινδύνων και κατόπιν τετραμήνου ενδελεχούς παρακολουθήσεως των οργάνων μου της φίλης αυτού Γιαννούλας, εκ συνθηματικής επιστολής την οποίαν απέστειλεν αύτη εις την Άνναν Χατζοπούλου και ήτις περιήλθεν εις χείρας μου, την δε εξόντωσιν αυτού επετύχαμεν εντός της ακατοικήτου ταύτης οικίας Τερζοπούλου, την οποίαν, επαναλαμβάνω, εχρησιμοποίει ούτος ως κρύπτην, κατόπιν πάλης μετά προηγηθείσαν συμπλοκήν, δεδομένου ότι ήτο ένοπλος και ακατάβλητος σωματικώς και, ουχί «πάνω στο ζεστό κρεβάτι της μαυραγορίτισσας». 

Ο Γερμανός Μάγερ, ου μόνον ουδεμίαν απολύτως σχέσιν είχε μετά της χωροφυλακής Θηβών, πολύ δε περισσότερον μετά των υπό τας διαταγάς μου αποσπασμάτων, αλλ' ήτο πρόσωπον τελείως άγνωστον ημίν και εξ όψεως και κατ' όνομα εισέτι. Ως επίσης και η μαυραγορίτισσα Κατίνα, ήν αναφέρει ο Μούντριχας. Όσον αφορά τον λυστοφυγόδικον και αιμοσταγή εγκληματίαν Βασίλειον Παναγιώτου ή Νάκιαν εκ Καρδίτσης- Θηβών, τον οποίον ο Ορέστης πειράται επίσης να παρουσιαση εις τα μυθολογήματά του, ως αθώαν περιστεράν, είναι ανάγκη χάριν της αληθείας να γνωσθώσι τα ακόλουθα: 

Από του Μαρτίου 1942 οι 1) Παπαγεωργίου Ιωάννης, 2) Κορογιάννης Ευάγγελος, 3)Παυλιώτης Γεώργιος, 4) Παναγιώτου Βασίλειος, 5) Ντάμκας Παναγιώτης, 6) Μπέρδος Ιωάννης, 7) Κατσαβριάς ή Καρατσόλης Κωνσταντίνος, 8) Γεώργιος Φαρούκ ή Γύφτος (Αιγύπτιος), 9) Σιμόν (Άγγλος), συμπήξαντες συμμορίαν και περιφερόμενοι ένοπλοι εγγύς και πέριξ των χωρίων Τοπόλια-Κοκκίνου-Καρδίτσης-Μωρικίου και Ούγγρων, βηθούμενοι δε και συνεργαζόμενοι μετά του απεσπασμένου παρά τω σταθμώ χωροφυλακής Καρδίτσης λοχίου πεζικού Κοροπούλη1 Παναγ. Εκ Θηβών, σημαίνοντος κομμουνιστού, όστις βραδύτερον εξειλίχθη εις καπετάν Δεληβοριάν και εξετέλεσεν εκατοντάδας εθνικοφρόνων αθώων πολιτών, κατερημώσας επί ελασοκρατίας την περιοχήν εκείνην, ήρχισαν να εκβιάζωσι και ληστεύωσι τους φιλησύχους νοικοκυραίους αγρότας και κτηνοτρόφους, αφαιρούντες παρ' αυτών σφάγια, δημητριακά, τρόφιμα και χρήματα. Κατά τινα δε συμπλοκήν γενομένην την 7)4)1942 εις θέσιν «Ποντίκι» Καρδίτσης, συλληφθέντων των τριών πρώτων της συμμορίας ταύτης, ο Νάκιας παρέμεινεν αρχηγός αυτής, μη δεχθείς να παρουσιασθή καίτοι κατ' επανάληψιν προσεκλήθη να καταθέση τα όπλα, τω παρεσχέθησαν δε και αι δέουσαι εγγυήσεις. Τούτον, καίτοι καταστάντα ούτως άκρως επικίνδυνον, εν τούτοις απεφύγαμεν κατ' αρχάς να συλλάβομεν αλλά και να προτείνωμεν προς επικήρυξιν εις ληστήν, διότι την συμμορίαν του ηκολούθουν ο Άγγλος Σιμόν και ο Αιγύπτιος Φαρούκ τους οποίους, ας σημειωθή, αφού επί μακρόν εξεμεταλλεύθη χρησιμοποιών ως προπέτασμα σε εδίστασε να φονεύση βραδύτερον δια των ιδίων αυτού χειρών. 

Δέον να προστεθή επίσης, ότι από του φθινοπώρου του 1941, ο Νάκιας, τον οποίον ο Μούντριχας πειράται επίσης να παρουσιάση ως την αμίαντον οσίαν Μαρίαν, από ιδεολογικής απόψεως, είχε μυηθή παρά του κομμουνιστού Κοροπούλη μετά του οποίου συνεργάζοντο συνωμοτικώς και συχνάκις συνδιεσκέδαζον και, κατ' ακολουθίαν ήτο ήδη πανέτοιμος δια την συμμετοχήν τους εις τον ΕΛΑΣ. Επομένως ο Νάκιας, άνθρωπος ολίγον ανισόρροπος και υπό κακούργων ενστίκτων εμφορούμενος, είχε καταστή έτοιμος κομμουνιστής και συγχρόνως ληστής, αποβαλών τελείως τα τυχόν εν τη ψυχή του υπάρχοντα πρότερον ίχνη πατριωτισμού. 

Πάντα τα ανωτέρω, έχουσι διατυπιστωθή και δι' ενόρκων διοικητικών εξετάσεων και ανακρίσεων, ας διενήργησαν τόσον ο κ Ρόζας, τότε ταγματάρχης διοικητικής χωροφυλακής Λεβαδείας, όσον και ο κ. Κατριβάνος, τότε συνταγματάρχης ανώτερος διοικητής χωροφυλακής Στερεάς Ελλάδος, ώστε να μη επιδέχωντο αμφισβήτησιν. 




Μετά πάσης τιμής 

Σπυρίδων Ζαββός 

Ταξίαρχος Χωροφυλακής Π.Δ. 

Οδός Σωκράτους 50, Αθήναι» 



Η απάντηση του Ορέστη, την επομένη ημέρα: 


« Εις τα προσωπικάς κρίσεις και επικρίσεις του κ. Ζαββού δεν απαντώ. Δε επεδίωξα άλλωστε τους χαρακτηρισμούς ή τον αποχαρακτηρισμό του. 

Δεν έγραψα την ιστορίαν του Ζντρου την οποίαν συμπληρώνει ο ίδιος, ούτε ανέλαβα την υπαράσπισίν του. Εάν οι ολίγοι ή πολλοί δυσαρεστηθέντες δια τον φόνον του Ζντρου ήσαν οπαδοί ιδικοί μου ή όχι, ο ίδιος ο κ. Ζαββός πρέπει να το γνωρίζη. Γνωρίζει επίσης ότι και εις τα Αθήνας εσχολιάσθη ο φόνος εκείνος. Απέφυγα επίσης ν' αναφέρω περί ερωτικών περιπετειών του φονευθέντος εις την Βοιωτίαν και ζητώ συγγνώμην αν η μόνη μνημονευθείσα Αθηναία μαυραγορίτισσα δεν ελέγετο Κατινούλα, αλλά άλλως πως, όπως και το αν εχρησιμοποίησεν ο Ζντρου το ερωτικόν της καταφύγιον εις την Κοκκινιάν πλέον ή άπαξ. Θα παραδεχθή όμως και ο κ. Ζαββός ότι «καλώς εχόντων των πραγμάτων» δεν θα ηδύνατο ο διοικητής μεταβατικών αποσπάσματων της Χωροφυλακής μιας επαρχίας, να εξοντώση ο ίδιος ένα ληστήν εις την περιοχήν ενός τμήματος της Αστυνομίας Πόλεων του Πειραιώς. 

Εφ' όσον λέγει ο ίδιος ότι δεν εγνώριζε ούτε κατ' όψιν τον Μάγερ, δεν έχω ουδεμίαν αντίρρησιν να το παραδεχθώ. Θα πρέπει να παραδεχθή και ο ίδιος ότι και ο Μάγερ ενδιαφέρετο δια την εξόντωσιν του Ζντρου. 

Ουδένα συσχετισμόν έκανα μεταξύ δράσεως του κ. Ζαββού και του Νάκια. Είπα μόνον ότι ο μοίραρχος Μπεθάνης προσεπάθησε να δευκολύνη τον Νάκιαν και να τον καταστήση εθνικόφρονα καπετάνιον, και εις αυτόν και εις άλλους συναδέλφους του οφείλεται η μη επικήρυξις του Νάκια, ενός αμούστακου παιδιού του χωριού, που ουδεμίαν ληστείαν ή φόνον είχε διαπράξει. Γράφει επίσης ότι ο Νάκιας εφόνευσεν τον Άγγλον αντάρτην και τον Παλαιστινέζο Φαρούκ «δια των ιδίων αυτού χειρών». Αν φυλλομετρήση όμως ένα σώμα εφημερίδων, των μηνών Αυγούστου-Σεπτεμβρίου 1942, θα εύρη «βαρυσήμαντον ιταλικόν ανακοινωθέν», αναγγέλον με κομπασμόν την εξόντωσίν του υπό δυνάμεων της 11ης Στρατιάς. 

Τέλος ως προς τας εκθέσεις του «Ανωτέρου Στερεάς» συνταγματάρχου Κατριβάνου την οποίαν αναφέρει, γνωρίζω και εγώ μίαν εξ αυτών. Εκείνην την οποίαν έστειλεν εις την Ελληνική Κυβέρνησιν Καΐρου (ο ταγματάρχης της Υπηρεσίας Πληροφοριών κ. Ρογκάκος έχει αντίγραφόν της) και εις την οποίαν, συν τοις άλλοις, συνιστά όπως εθνικόφρονες οργανώσεις και αξιωματικοί αναλάβουν την ποδηγέτησιν των ληστών της υπαίθρου, δια να τους φέρουν εις τον δρόμον του εθνικού καθήκοντος. 

Λόγω του πνεύματος τούτου ίσως, μετά την απομάκρυνσιν του κ. Ζαββού εκ Θηβών ουδείς αξιωματικός της Χωροφυλακής επεδόθη εις την καταδίωξιν ληστών ή ανταρτών». 



Σχόλια του Γ.Μ.Σ. επί των δύο επιστολών: 


Αν και ο Ορέστης είναι προσεκτικός στις διάφορες προσωπικές προεκτάσεις της ιστορίας του Ζντρου και δεν αναφέρει ονόματα ή, όπου αναφέρει, τα παραποιεί από διακριτικότητα καθώς ξέρει πόσο μετράνε αυτά στις μικρές κοινωνίες της Βοιωτίας, ο Ζαββός είναι...καταιγιστικός. Παραθέτει λεπτομέρειες με...υπηρεσιακή τάξη και σύστημα θέλοντας να ισχυροποιήσει τη θέση του αλλά τελικά πετυχαίνει το αντίθετο. Τα σοβαρότερα όμως είναι αυτά που δεν λέει ενώ κόπτεται για την ασφάλεια της ζωής και της περιουσίας των πολιτών. Δεν καταλαβαίνει καν ότι αν πράγματι είναι η προτεραιότητά του, το καθήκον του και οι αξίες του αυτή η ασφάλεια, τότε, έπρεπε να είναι ο πρώτος που θα σήκωνε τουφέκι στους κατακτητές και δεν θα είχαμε ανάγκη τους Κλαρίτες! Εκείνος ήταν ο καθ' ύλην αρμόδιος αφού η μεγαλύτερη, η μέγιστη, απειλή κατά της ασφάλειας των πολιτών ήταν οι Ιταλοί και οι Γερμανοί και καμία σχέση δεν είχε, σε μέγεθος και σε ποιότητα, με τα εγκλήματα των Κλαριτών αυτών. Εντύπωση μεγάλη κάνει σε όποιον διαβάσει το γράμμα του Ζαββού, το ότι δεν υπάρχει διάκριση της νέας κατάστασης που προκύπτει με την κατάκτηση της Ελλάδας! Και την παρατήρηση αυτή έρχεται να την αναλύσει περαιτέρω ο Γιώργης Μπουτσίνης-Νικήτας: 

«Ό υπομοίραρχος Ζαβός αναπτύσσει ενεργητική δραστηριότητα στην καταδίωξη των κλαριτών σε στενή συνεργασία με τους Καραμπινιέρους. Τους βλέπει, αυτούς τους κλαρίτες-ληστές, σαν στοιχεία που αμφισβητούν την εξουσία του που πηγάζει από τους Ιταλούς, και σαν μία ευκαιρία να πάρει γαλόνια. 

Έζησα κάμποσο καιρό από κοντά και παρακολούθησα τη δράση και τη συμπεριφορά του. Το δράμα του λαού που κατακτημένος από ξένους υπέφερε έναν ασήκωτο ζυγό, που πεινούσε, δεν τον συγκινούσε στο ελάχιστο. Σαν να μην είχε αλλάξει τίποτα από την εποχή του Μεταξά. Στο επίκεντρο της δράσης του η εκτέλεση των διαταγών της Κυβέρνησης των Κουΐσλιγκς και των αρχών κατοχής. Αν μπορούσε θα έβαζε μέσα και τους κομμουνιστές, αλλά ήταν λίγο δύσκολο τότε. Αλλοιώτικα βλέπανε την κατάσταση άλλοι αξ/κοί της Χωρ/κής, όπως ο Συντ/ρχης Κατριβάνος, ο μοίραρχος Μπεφάνης, ο Τζανετάκος, ο Τσαταλός. 

Καμιά απόπειρα δεν έκανε ο Ζαβός, να συνεφέρει αυτούς τους κλαρίτες, αλλά εξαπόλυσε ενάντιά τους απηνή καταδίωξη μ’ όλα τα μέσα. Ήμουνα στην υποδιοίκηση και άκουγα από τους χωρ/κες που διηγόντουσαν τα κατορθώματα του Ζαβού. Πώς μπλοκάρισε τον Ζντρου σ’ ένα σπίτι στην Κοκκινιά στις αρχές του 1942. Ο Ζντρούς, μετά από μια ληστεία που είχε κάνει στη Ράχη Αμπελοχωρίου Θηβών, στις 21-1- 1942, τραβήχτηκε με μια γυναίκα μαυραγορίτισσα, να ξεκουραστεί και να γλεντήσει. Ο Ζαβός, που είχε πληροφορίες από το δίχτυο του Γερμανού διοικητή της Κωπαίδας, Μάγερς, παρακολουθεί τη μαυραγορίτισσα μέχρι το σπίτι της και τον μπλοκάρει. Όταν ο Ζντρους πήρε χαμπάρι, δεν πρόκανε ούτε απ’ το κρεβάτι να κατέβει. Τον πυροβόλησαν και τον σκότωσαν πάνω στο κρεβάτι της Μαρίας. 

Τον ίδιο καιρό γίνεται η εξόντωση του Καρδίτσα από μικτό απόσπασμα Χωρ/κής και Καραμπινιέρων. 

Σε συνέχεια εξοντώθηκε ο Αποστόλου. (Μέσα στο σπίτι τής ερωμένης του, στην Άνω Σούρπη Λειβαδιάς, τον πυροβόλησαν πιωμένον οι χωροφύλακες)» 


1 Για τον Παναγ. Κοροπούλη ο Νικήτας λέει: «Εκεί, στά Βάγια, έμαθα και το επεισόδιο με τον Κοροπούλη. Όπως ανέφερα προηγούμενα, ο Ζαβός σκόρπισε τους μόνιμους υπαξιωματικούς του στρατού σε διάφορους Σταθμούς. Ο υπαξ/κός Παναγιώτης Κοροπούλης, απ’ τη Θήβα τοποθετήθηκε στο Σταθμό Χωρ/κής Καρδίτσας, Θηβών. Έχει αριστερή τοποθέτηση. Είναι πατριώτης μέχρι σωβινισμού και μισεί τους καταχτητές. Κάμποσες φορές έκανα κουβέντα μαζί του αλλά δεν ξανοίχτηκα για οργάνωση. 

Τώρα ο Κοροπούλης προσπαθεί να πάρει επαφή με τους κλαρίτες και μάλιστα συναντιέται με τον Μπέρδο. Ο Μπέρδος ανήκει στην παρέα του Νάκια. Όπως, όμως, είναι άπειρος και δεν ξέρει από συνωμοτικούς κανόνες, γίνονται αντιληπτές οι κινήσεις του αυτές από τους χωροφύλακες του Σταθμού, οι οποίοι τον αναφέρουν στο Ζαβό. Ο Ζαβός δεν χάνει ούτε λεπτό και τρέχει στην Καρδίτσα. Υποβάλλει τον Κοροπούλη σε ανάκριση, με την απαραίτητη «φάλαγγα». Τον σακάτεψε στο ξύλο, αλλ’ ευτυχώς δεν τον παρέδωσε στους Ιταλούς. Έμεινε κάμποσες μέρες στο πειθαρχείο της υποδιοίκησης, ο Κοροπούλης, και τελικά, αφού δεν μπόρεσαν να του πάρουν λέξη, αφέθηκε ελεύθερος. Ύστερα απ’ όλα αυτά ήταν πια ώριμος και δοκιμασμένος. Τον πρότεινα για συνεργασία στο Μούντριχα. Ο Κοροπούλης ήταν ενθουσιώδης τύπος πεισματάρης και συνεπής σ’ αυτό που πίστευε. Στο αντάρτικο πολέμησε παληκαρίσια. Θα τον βρούμε πολιτικό και καπετάνιο λόχου. Απότομος μερικές φορές και κάπως σκληρός και εξτρεμιστής αλλά συνεπής και πιστός στην ιδεολογία της φτωχολογιάς. 

Μετά τη Βάρκιζα εκτελέστηκε, μετά από καταδικαστική απόφαση, από τους γερμανοτσολιάδες, γιατί σαν αντάρτης τους είχε κυνηγήσει στην Τοπόλια, Κωπαΐδας». 










Οι τελευταίες αναρτήσεις

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Αρχειοθήκη ιστολογίου