Ένας οικοδόμος στο Σχηματάρι, πριν και κατά την Κατοχή
Γιώργος Μιλτ. Σαλεμής
Από τα πολύ λίγα αντικείμενα που μείνανε σε μένα από το παππού μου Γιώργο Κ. Πηλίτση, ήταν κι ένα “χοντρό λογιστικό βιβλίο”. Ένα “κατάστιχο”, του μικρού μπακάλικου που είχε ανοίξει δίπλα στο σιδηρουργείο του, όπου οι πελάτες είχαν “μερίδες” καθώς τότε, ναι μεν δεν υπήρχαν κάρτες και συναλλαγές με “πλαστικό χρήμα”, η έλλειψη “ρευστότητας”, όμως, ήταν το ίδιο βασανιστική ακόμα και για τους ευκατάστατους νοικοκυραίους.
Το παλαιού τύπου αυτό μπακάλικο άνοιξε λίγους μήνες πριν την κήρυξη του ΕλληνοΙταλικού πολέμου και έκλεισε λίγες μέρες μετά την κατάληψη της χώρας από τους Γερμανούς.
Σ’ αυτό το βιβλίο, ανάμεσα στα ονόματα των συγχωριανών, υπήρχαν και μερικά ξένα. Ένα απ’ αυτά και το όνομα “Λάσκος Λασκαρίδης”.
Εκείνη η εγγραφή μαζί με την αμυδρή αφήγηση της γιαγιάς, πριν από τριάντα τόσα χρόνια, για τους πιθανούς συναγωνιστές του παππού στην Αντίσταση, με οδήγησαν στην περαιτέρω έρευνα.
Μόνο που δεν εύρισκα τίποτα για τον Λάσκο, ούτε στην προφορική παράδοση ούτε στο πλήθος των διαφόρων αρχείων που εν τω μεταξύ ξεφύλλισα. Και ενώ δεν έβρισκα κάτι για τον Λάσκο εύρισκα κάθε τόσο το γνωστό πια αφηγηματικό βιβλιαράκι του Βασίλη Θ. Λασκαρίδη (εκδ. Βιβλιόραμα, Αθήνα 2006). Το βιβλίο είναι πολύ σημαντικό για την περιοχή της Βοιωτίας αλλά αφορά κυρίως την μετά την Βάρκιζα περίοδο. Δεν υπήρχαν στοιχεία για την Αντίσταση.
Με μια πιο επίμονη και προσεκτική έρευνα, βρήκα στα Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας (ΑΣΚΙ) ένα αδημοσίευτο σημείωμα του Βασίλη Λασκαρίδη με τίτλο “ο αδελφός μου ο Λάσκος”. Ήταν αυτό που έψαχνα!
Ένα δακτυλογραφημένο κείμενο με πολλές από μπλε στυλό διορθώσεις, το οποίο, καθώς φαίνεται, ο μακαρίτης ο Βασίλης σκόπευε, κάποια στιγμή να το δημοσιεύσει.
Είναι ένα εξόχως συγκινητικό κείμενο, του μικρού αδελφού προς τον μεγαλύτερο, με πολλές εξάρσεις θαυμασμού. Έστω κι έτσι όμως περνάνε σε μας ένα σωρό πληροφορίες, σημαντικές και λιγότερο σημαντικές, για τους ανθρώπους και τα γεγονότα της εποχής ενώ επιβεβαιώνονται κάποια άλλες.
Από το αρχείο του Βασίλη Λασκαρίδη και το κείμενό του “Ο αδελφός μου ο Λάσκος” λοιπόν μαθαίνουμε…
Η οικογένεια Θωμά Λασκαρίδη ήρθε από την Κωνσταντινούπολη το 1923.
Ο Θωμάς ήταν καλός μάστορας, οικοδόμος, που έφερε στην Ελλάδα το αρτιφισιέλ. Είχε πολλές και καλές δουλειές αλλά ήταν γλεντζές και τα έτρωγε με τις παρέες του.
Από την αφήγηση του Βασίλη προκύπτει ότι ο Λάσκος είχε γεννηθεί στην Πόλη, το 1913, ίσως και μια ακόμη αδελφή του. Υπήρχαν δε ακόμα δύο αγόρια, μικρότερα από τον Βασίλη.
Με επιμονή του πατέρα του ο Λάσκος έγινε οικοδόμος από την εφηβική ηλικία. Ταυτόχρονα έπαιζε και καλό ποδόσφαιρο και βόλεϊ, ενώ έκανε παρέα με παλαιστές και άλλα αθλούμενα παιδιά. Αυτοδίδακτος με έντονες τάσεις προς τις Καλές Τέχνες. Στέκι του βιβλιοπωλείο του Γεράσιμου Λουκάτου, δίπλα στο ζαχαροπλαστείο του Κελέφα στην Κεντρική Πλατεία της Καλλιθέας, επί της οδού Θησέως.
Ο Βασίλης χαρακτηριστικά αναφέρει ότι για πρώτη φορά τότε έφτιαξε διακοσμητικές ζαρντινιέρες από τσιμέντο για το φύτεμα λουλουδιών και τις έβαψε έτσι που να μη μπορεί κανείς να διακρίνει το υλικό.
Τα σπίτια της οικογένειας ήταν στην περιοχή της Καλλιθέας, του Ιλισσού, των Σφαγείων και των Πετραλώνων.
Από το 1931 ο Λάσκος αρχίζει συνδικαλιστική δράση και οργανώνεται στο ΚΚΕ.
Το 1934 πηγαίνει στρατιώτης για 4 μήνες καθώς είναι προστάτης.
Το 1936 πηγαίνει στους Ωρεούς της Εύβοιας για δουλειές όπου συνεχίζει και εκεί τη συνδικαλιστική και πολιτική του δράση. Εκεί όμως εκτίθεται, είναι πια δικτατορία, και επανέρχεται στην Αθήνα. Τον συλλαμβάνουν και κάνει δήλωση.
Να σημειώσουμε ότι ο Λάσκος έχει αναλάβει πια την προστασία της οικογένειας καθώς ο πατέρας του έχει παρακμάσει επαγγελματικά και δεν μπορεί να ανταπεξέλθει.
Πριν από τον πόλεμο είχε κάνει μια οικοδομή στο Σχηματάρι και είχε κάνει και φίλους.
Η καταγραφή αυτή και οι αντιστοιχίσεις στις χρονολογίες, με οδηγούν να εικάσω βάσιμα ότι το μισό σπίτι απ’ το οποίο γράφω αυτές τις γραμμές έχει χτιστεί από εκείνον τον μάστορα. Το αρτιφισιέλ στον παλιό εξωτερικό τοίχο μέχρι την “ποδιά” των παραθύρων ενισχύει αυτό τον ισχυρισμό.
Όπως φαίνεται από το κατάστιχο του Γιώργου Πηλίτση, ήταν πελάτης του μπακάλικου από την αρχή της λειτουργίας του μέχρι το τέλος με ένα μικρό κενό Ιανουάριο-Φεβρουάριο 1941. Ένα υπόλοιπο “κλείνει” την 28η Οκτωβρίου 1940. Η επόμενη εγγραφή είναι πια στις 4/3/1941 και η τελευταία 3/6/1941. Επομένως δεν ισχύει ότι η οικογένεια μετακόμισε στο Σχηματάρι κατά την κατοχή, όπως λέει ο Βασίλης. Σίγουρα ο ίδιος ο Λάσκος και μάλλον κάποια άλλα άτομα από την οικογένεια διέμεναν στο Σχηματάρι πριν επιστρατευτεί εκείνος.
Ο Βασίλης παρέμεινε στη γιαγιά του στην Αθήνα για να συνεχίσει το σχολείο.
Για την δράση του Λάσκου, στο Σχηματάρι και στην γύρω περιοχή, λέει αρκετά πράγματα ο Βασίλης.
Πρώτα πρώτα επιβεβαιώνει και εκείνος ότι οι πρωτοβουλίες για τη συγκρότηση δύο αντιστασιακών οργανώσεων ήταν από την αρχή δύο και ανεξάρτητες μεταξύ τους. Μία του Γιάννη Βασιλά, τηλεγραφητή και παντρεμένου πριν τον πόλεμο στον Αυλώνα και μία από τον Ανδρέα Κλώσσα πρόεδρο των εφημεριδοπωλών γαμπρό στο Σχηματάρι, σύζυγο της Βαγγελιώς του Παναγιώτη Μαντή και αδελφής του μεγάλου αγωνιστή Βαγγέλη Μαντή.
Οι δύο οργανώσεις αφού ξεπέρασαν μια πρώτη αμοιβαία καχυποψία, μήπως οι πρώτες εκδηλώσεις ήταν προβοκάτσια (κάτι συνθήματα στους τοίχους και προκηρύξεις έξω από τα κτήρια των Ιταλών) ενοποιήθηκαν και συνέχισαν μαζί για να γίνουν σύντομα η Αχτιδική οργάνωση που περιελάμβανε τα χωριά: Σχηματάρι, Βαθύ, Γεραλή (Φάρος), Δράμισι (Παραλία), Παντείχι, Κριμπάτσι (Καλοχώρι), Στανιάτες (Οινόφυτα) Μπράτσι (Τανάγρα) και τον Σιδηροδρομικό σταθμό της Οινόης.
Η μαρτυρία του Βασίλη διαφέρει ως προς την έκταση της ακτίδας από την μαρτυρία του Βασιλά, του γραμματέα της οργάνωσης, ωστόσο μοιάζει περισσότερο ακριβής. Ο δεύτερος την περιγράφει μεγαλύτερη από τον σημερινό δήμο Τανάγρας, μαζί με τα χωριά της Αυλίδας που τώρα ανήκουν στον νομό Ευβοίας, τον Ωρωπό, το Χαλκούτσι, το Κακοσάλεσι, μέχρι το Μενίδι, τη Μαλακάσα και τα Κιούρκα. Επιβεβαιώνει όμως κι αυτός εκείνο που ισχυρίζεται ο Βασιλάς, ότι δλδ είχαν επαφή με τα απέναντι χωριά της Εύβοιας.
Επιβεβαιώνεται επίσης και ο Ορέστης για τις διαφωνίες που αναφέρει πως είχε με τους επικεφαλής αυτής της αχτίδας, τον Βασιλά πρώτα και τον διάδοχό του Λαδειανό, στη συνέχεια. Διαφωνίες που σύμφωνα με τον Βασίλη, κατέληξαν στην απομάκρυνση των Βασιλά, Λάσκου μαζί και του Α. Κλώσσα, από το Σχηματάρι και στη “δυσμενή μετάθεση” στην περιοχή Χάλια-Λουκίσια-Πλατανάκι. Εκεί άλλαξαν και αντικείμενο δράσης. Τους ανατέθηκαν καθήκοντα σχετικά με την επιμελητεία. Αν και λίγο έξω απ’ τη Χαλκίδα τα χωριά αυτά ήταν για μεγάλα διαστήματα ελεύθερα. Μια ένδειξη της νοοτροπίας που διακατείχε την ηγεσία της αχτιδικής επιτροπής, προβάλλει μέσα από μια φράση του Βασίλη που θεωρεί ότι η Περιφερειακή αντί να κάνει σύσταση (το λιγότερο) στον Καπετάνιο τιμώρησε τους παλιούς αυτούς κομμουνιστές! Θεωρεί δλδ ότι ο καπετάνιος μιας από τις μεγαλύτερες μονάδες του ΕΛΑΣ, με άμεση καθοδήγηση από την ανώτερη ηγεσία του ΚΚΕ και του ΕΑΜ, στέλεχος κι εκείνος του ΚΚΕ προκατοχικά, οφείλει να υπακούει στις αποφάσεις εκείνων των τριών “παλαιών κομμουνιστών”.
Η δυσμενής αυτή μετάθεση θα πρέπει να έλαβε χώρα προς το τέλος της Κατοχής. Εν τω μεταξύ, καθώς τα πολιτικά στελέχη των οργανώσεων αποσύρθηκαν στο Κρέρεζι επειδή στο Σχηματάρι εμφανίστηκαν τα Τάγματα Ασφαλείας, στον Λάσκο ανατέθηκε η οργάνωση των σιδηροδρομικών της Οινόης. Αυτό έγινε Ιανουάριο του 1944.
Ο Ορέστης κάνει λόγο για πέντε άτομα αυστηρά περιφρουρημένα που έδιναν αναφορά μόνο ς’ αυτόν. Ο Βασίλης κάνει λόγο για μια μεγαλύτερη οργάνωση που περιλαμβάνει όλο το προσωπικό. Δεν αντικρούει η μια μαρτυρία την άλλη αλλά τη συμπληρώνει. Γεγονός είναι πάντως ότι το καθημερινό δελτίο πληροφοριών στο οποίο καταγράφονταν όλες οι κινήσεις πολεμικού υλικού και εφοδίων, διεβιβάζετο στην Μαζαρέκα και από κει στη Μέση Ανατολή.
Μετά τον πόλεμο, ο Λάσκος επιστρέφει στο μεροκάματο της οικοδομής. Τον αναγνωρίζει όμως κάποιος και βρίσκεται, πού αλλού, στη Μακρόνησο. Υπογράφει και πάλι δήλωση για να στηρίξει την οικογένειά του.
Η μετεμφυλιακή δεκαετία έκλεισε ακόμα πιο τραγικά από την δεκαετία του έπους.
Το 1959 σκοτώνεται πέφτοντας από την ταράτσα της ίδιας εκείνης οικοδομής που είχε κτίσει ο πατέρας του το 1929, όταν ο Λάσκος ήταν 16 χρονών και έκανε τα πρώτα μου μεροκάματα!
Ο πατέρας του είχε αναλάβει την επισκευή της οικοδομής μετά από τριάντα χρόνια. Είχαν σχολάσει, φεύγανε, και ο Λάσκος γύρισε να τακτοποιήσει κάτι στην ταράτσα και ο πατέρας του τον περίμενε στην είσοδο.
Βασίλης Θ. Λασκαρίδης 2017 https://left.gr/news/mia-zoi-kommoynistis |