Η δράση
του μέσα από την αφήγηση του Ορέστη,
δημιουργού και καπετάνιου του ΕΛΑΣ της
ΑττικοΒοιωτίας
|
Η φωτογραφία αυτή του Μπαράκου είναι η μόνη συμβολή της «έρευνας» της Γεωργίας Μπιτάκου. Αν και δεν πρόκειται για κανονικό σκανάρισμα και γυαλίζουν τα φλας. Την ευχαριστούμε! |
Γιώργος
Μιλτ. Σαλεμής
Για τη Χασά και τους Χασιώτες
Ο Γιώργος Καμπόλης ή Μπαράκος,
ήταν ο πρώτος αντάρτης της Χασάς. Του
σημαντικού αυτού χωριού στην ιστορία
της Αθήνας και της Αττικής, στην ιστορία
των Ελλήνων και των απελευθερωτικών
τους αγώνων.
Ο Μπαράκος ήταν ο πρώτος
αντάρτης της Χασάς αλλά δεν ήταν ο πρώτος
αντιστασιακός της Χασάς. Στις αρχές της
κατοχής και μέχρι την άνοιξη του 1944, όλο
το χωριό, έπαιρνε μέρος, με τον έναν ή
τον άλλο τρόπο, στην Αντίσταση. Και
αντίσταση στα μέρη αυτά δεν σημαίνει
τίποτα άλλο από ΕΑΜ – ΕΛΑΣ.
Όντας, το χωριό, πάνω στο
«μονοπάτι της λευτεριάς», που οδηγούσε
από την Αθήνα στα ελεύθερα βουνά της
Ελλάδας, κλήθηκε από την Ιστορία να
πάρει μέρος και στο νέο εκείνο
εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα. Πάρα πολλοί
αγωνιστές, που έβγαιναν από την Αθήνα
για να πάρουν μέρος στην ένοπλη ή μη
αντίσταση πέρασαν από το χωριό, οδηγήθηκαν
από τους συνδέσμους, συντηρήθηκαν από
το υστέρημα των Χασιωτών, μοιράστηκαν
μαζί τους τα λιγοστά τρόφιμα και τη
φιλοξενία τους. Ανάμεσα σε αυτό το πλήθος
των αγωνιστών ήταν και σημαντικά στελέχη
και πολιτικοί παράγοντες, όλου του
πολιτικού φάσματος, που κινήθηκαν από
και προς τα Βουνά. Όχι μόνο τα στελέχη
του ΚΚΕ αλλά και όλης της πατριωτικής
πολιτικής Αθήνας πέρασαν από εκεί.
Ο Ορέστης αναφέρει συγκεκριμένα:
«Έχω γράψει ότι ο
πρόεδρος της Χασιάς, ο Θοδωρής Βερούτης,
χωρίς να έχη καμμιά σχέσι με την Αριστερά,
παραμένων πάντοτε κομματάρχης των
Φιλελευθέρων, μάς ενίσχυε ποικιλοτρόπως
στο χωριό του. Και έχω γράψει πόσο
πολύτιμη μάς ήταν η βοήθεια εκείνη, στο
πιο νευραλγικό σημείον όλων των
ελεγχομένων από τον ΕΛΑΣ ορεινών
περιοχών. Ένα απλό νεύμα αν έκανε ο
πρόεδρος του χωριού εκείνου σε κάποιον
άνθρωπό του, θα μπορούσε να μάς φέρει
ανεπανόρθωτες συμφορές. Να συλληφθή ο
Σιάντος, ο Σαράφης και οποιοδήποτε άλλος
από τους τόσους και τόσους που περνούσαν,
διαρκώς, καθημερινώς, από την Χασιά, ενώ
πάντα υπήρχε εκεί μια γερμανική φρουρά
του ισχυρού αντιαεροπορικού προβολέως.
Όχι δε μόνον εγνώριζε τα πάντα ο Βερούτης,
αλλά και φιλοξενούσε στο σπίτι του τους
πιο σημαντικούς από τους διερχομένους
«ηγετικούς» μας.
Μόνο σε έναν άνθρωπο
έλεγε ότι έβλεπε ο πρόεδρος του χωριού,
ή μάλλον έδινε «κανονική αναφορά». Ο
άνθρωπος αυτός ήταν ο αείμνηστος αρχηγός
των Φιλελευθέρων Θεμ. Σοφούλης, με τον
οποίον ο Βερούτης διατηρούσε προσωπικούς
δεσμούς από την παλιά εποχή του «πρώτου
διχασμού», όταν εκείνος ήταν ο επί
τετραετίαν πρόεδρος της γνωστής
βενιζελικής «Βουλής των Λαζάρων».
Ο Γέρος άκουγε τον
φίλο του να του εκμυστηρεύεται τα
καθέκαστα, χωρίς να τον προτρέπη, ούτε
να τον αποτρέπη για τίποτα. Από την εποχή
αυτήν [σ.σ. Μάιος του 1944] και ύστερα όμως,
ο Βερούτης «έκανε νερά» στις σχέσεις
του μαζί μας. Και λίγο αργότερα «μεταπίδησε»
ο ίδιος και το μισό χωριό του, στο αντίπαλο
με μάς στρατόπεδο. Δεν το έκρυψε ο
άνθρωπος από τους συγχωριανούς του. Το
δήλωσε ορθά-κοφτά: «Μού είπε ο Σοφούλης,
πως από δω και πέρα έχουμε πόλεμο με
τους κομμουνιστάς». Και οφείλω να
αναγνωρίσω πως και η ρήξις του μαζί μας,
υπήρξε τίμια, «μπεσαλίδικη», αρβανίτικη.
Ενώ θα μπορούσε, όπως
είπα, πρώτα να μάς κάνη κάποια ζημιά και
ύστερα απ' αυτήν να προέλθη η ρήξις,
αυτός ακολούθησε τον αντίθετο δρόμο.
Πρώτα μάς κήρυξε τον πόλεμο και ύστερα
προσπάθησε να μάς κάνη με τους Χασιώτες
του όσες ζημιές θα μπορούσε».
Λίγους μήνες αργότερα,
επιστρέφοντας ο καπετάνιος του 1ου
τάγματος [της Αττικής] Θεοχάρης Πολύχρονος,
μετά τις μεγάλες εκκαθαριστικές
επιχειρήσεις των Γερμανών, [15 Ιουλίου
– 7 Αυγούστου], και αφού η Πάρνηθα είχε
καεί, και αφού ο Μπαράκος είχε σκοτωθεί
με παμπεσιά, έβαλε φωτιά σε κάμποσα
σπίτια της Χασάς, με το επιχείρημα ότι
«Τόσες μέρες βλέπαμε εμείς να καίγεται
η Πάρνηθα. Ας δουν τώρα και στην Αθήνα,
να καίγεται από την άλλη πλαγιά της»i.
Ήταν, βλέπετε, οι Χασώτες του Βερούτη
που, αλλάζοντας στρατόπεδο, οδήγησαν
τους Γερμανούς στις πιο απάτητες κρυψώνες
του βουνού και παραλίγο να πιάσουν
ζωντανούς την 15μελή ομάδα των Ανταρτών
που είχε παραμείνει, με επικεφαλής τον
Φώτη Βερμαίο.
Η πολεμική δράση του Μπαράκου.
Στην Εύβοια
Στις εκκαθαρίσεις του
καλοκαιριού (1944), ο Μπαράκος είχε μείνει
κι αυτός στην Πάρνηθα. Δεν ακολούθησε
τον καπετάνιο του, τον Ορέστη, στη δεύτερη
εξόρμησή του στην Εύβοια. Η πρώτη ήταν
στο τέλος του Μαρτίου (1944). Διήρκεσε ένα
μήνα περίπου και είχε αντικειμενικό
σκοπό την ανασυγκρότηση του τάγματος
του ΕΛΑΣ στην Εύβοια προκειμένου να
αντιμετωπίσει την απειλή των Ταγμάτων
Ασφαλείας.
Ο Ορέστης
κατονομάζοντας τα μέλη της προσωπικής
του ομάδας αναφέρει:
« Ο Νάκιας, ο
Παπαφλέσσας, ο Μπαράκος, ήσαν δοκιμασμένοι
από καιρό. Δεν πήγαινε πίσω και ο Τζάβαλας,
ο Θεσπιός, ο Σωτηροβασίλης, όλοι αυτοί
Βοιωτοί, σκληροτράχηλοι Αρβανίτες, και
οι δύο Χαλκιδαίοι της ομάδας μου, ο
Γιαννάκης και ο Πάρις».
Την αναφορά αυτή,
ή καλύτερα το προσκλητήριο, στους
αντάρτες τις προσωπικής του ομάδας την
κάνει όταν αναφέρεται στην πρώτη επίθεση
κατά των οχυρωμένων Γερμανών και
Ταγματασφαλιτών στην Αγία Άννα. Πήραν
μέρος όλοι, μαζί με τον καπετάνιο τους
Ορέστη, και έπαιξαν καθοριστικό ρόλο.
Καθοριστικό ρόλο
έπαιξαν και στην Ερέτρια, μετά από λίγες
μέρες. Και πάλι ο Ορέστης αναφέρει:
«Η σημαντικοτέρα,
όμως, επιτυχία μας σημειώθηκε ευθύς
αμέσως στην Ερέτρεια, νοτίως της Χαλκίδος
τώρα. Εδώ υπήρχε σημαντική αντίπαλος
δύναμις, ένα τάγμα. Βέβαια, ό,τι ελέγετο
τάγμα δεν ήταν κιόλας, αλλά πάντως δεν
ήταν και μόνο ένας κανονικός λόχος, αλλά
αρκετά περισσότεροι. Η επιχείρησις αυτή
γινόταν ακόμη πιο δύσκολη και από αρκετά
αμυντικά έργα που είχαν κάνει. Ο δρόμος
Χαλκίδος – Κύμης είχε συρματοπλέγματα
με κουδούνια και χειροβομβίδες, για την
αποτροπή νυκτερινού αιφνιδιασμού. Και
σε άλλα σημεία υπήρχαν ανάλογες αμυντικές
διευθετήσεις εδάφους και κτιρίων.
Προσπαθήσαμε κι' εδώ να
απομονώσωμε πρώτα το στόχος μας. Για
την παρεμπόδισι ενισχύσεων από την
Βάθεια, ο πολιτικός των τμημάτων Κύμης
Βύρων, κατέλαβε κλιμακωτά θέσεις. Επίσης
τάξαμε δύο ομάδες με ένα πολυβόλο
εντεύθεν του Βασιλικού για αντιμετώπισι
ενισχύσεων από την Χαλκίδα.
Ένα τμήμα με βάρκες θα
απεβιβάζετο και θα επετίθετο από την
πλευρά της θαλάσσης, την ώρα που θα
εδίδετο το σύνθημα της εφόδου. Αυτό δε
το σύνθημα θα δινόταν μετά την εξουδετέρωσι
των δύο σκοπών του δρόμου.
Μ' αυτούς απασχολήθηκαν ο
Νάκιας και ο Μπαράκος. Πλησίασαν
μπουσουλώντας, απαρατήρητοι και
εξουδετέρωσαν τους σκοπούς αστραπιαία
και αθόρυβα. Ύστερα τράβηξαν το κινητό
τμήμα του συρματοπλέγματος από το οποίον
και εισέβαλα οι ομάδες κρούσεως με
ταυτόχρονη επίθεσι και από την παραλία.
Δεν συναντήσαμε
μεγάλη αντίστασι. Μόνον ένας Ιταλός από
κάποιο κτίριο μάς καθυστέρησε ώρα πολλή,
ώσπου να τεθή εκτός μάχης. Γίναμε έτσι
κυρίαρχοι της Ερετρείας , από την οποίαν
αποσυρθήκαμε κανονικά την ώρα που
έπρεπε».
Στο Γενικό Στρατηγείο
του ΕΛΑΣ και στο Εθνικό Συμβούλιο των
Κορυσχάδων
Μετά την πρώτη αυτή
επέμβαση του Ορέστη και της ομάδας του
στην Εύβοια, 23 Απριλίου, και αφού
εκκλησιαστήκανε στη Στενή, διαπεραιώνεται
στη Ρούμελη και κατευθύνεται στο Γενικό
Στρατηγείο του ΕΛΑΣ και, στη συνέχεια,
στο Εθνικό Συμβούλιο των Κορυσχάδων. Ο
Ορέστης είχε εκλεγεί εθνοσύμβουλος και
η θέση της ομάδας του ήταν εκεί που ήταν
και ο αρχηγός της.
Στην πρώτη προσέγγιση του θέματος "Μπαράκος" (30/10/2019) είχαμε προσθέσει:
«Ο Μπαράκος, λοιπόν,
ήταν παρών και σ' αυτή την σημαντικότατη
στιγμή της νεώτερης ιστορίας μας, την
ίδρυση της Πολιτικής Επιτροπής Εθνικής
Απελευθέρωσης».
Τούτο όμως δεν είναι ακριβές. Μετά από προσεκτική αναψηλάφηση των γεγονότων προκύπτει ότι ο Ορέστης δεν πήρε μαζί του στις Κορυσχάδες ολόκληρη την προσωπική του ομάδα. Πήρε μόνο τον Παπαφλέσσα και η υπόλοιπη κατευθύνθηκε προς την έδρα της Ταξιαρχίας, όπου και τον περίμενε ως την λήξη των εργασιών του Συμβουλίου. (σημείωση-διόρθωση 13/4/2021).
Στο Βαθύ της Αυλίδος,
πρώτος στην έφοδο!
Ο Μπαράκος όμως
είχε διακριθεί και στο τραίνο στο Βαθύ
Αυλίδος. Όταν το σταμάτησε ο ΕΛΑΣ, μέσα
στον σταθμό, και απελευθέρωσε τους
Έλληνες κρατουμένους που προορίζονταν
για το Χαϊδάρι.
Ας ακούσουμε και
πάλι τον Ορέστη:
«Το τμήμα του
Αποστόλη έμεινε κρυμμένο ολόκληρες
ώρες κοντά στον σιδηροδρομικό σταθμό.
Λίγο πριν από την στιγμή που ανεμένετο
το τραίνο, οι αντάρτες προχωρούν βιαστικά
και πιάνουν κατάλληλες θέσεις, ώστε να
μη τους αντιληφθή ο μηχανοδηγός παρά
την στιγμή της εφόδου. Οι λιγοστοί
επιβάτες που περίμεναν στον σταθμό της
Αυλίδος κερώνουν βλέποντα και
καταλαβαίνοντας το τι πρόκειται να
επακολουθήση και σπεύδουν να απομακρυνθούν
πανικόβλητοι. Το τραίνο ακούγεται,
σφυρίζει, κόβει ταχύτητα και μπαίνει
στον σταθμό.
Πρώτος ο Μπαράκος,
πριν ακόμη σταματήση καλά-καλά πηδάει
πάνω στη μηχανή, για να αποτρέψη καμμιά
«προς τα πρόσω φυγή».
Ο μηχανοδηγός «πείθεται»
από το γερμανικό αυτόματο Στάγιερ να
σταματήση χωρίς καμμιά αντίρρησι. Ακόμη
κανείς επιβάτης ή φρουρός δεν έχει
αντιληφθή τίποτα.
-Στο πρώτο βαγόνι,
ακούγεται η βροντερή φωνή του Αποστόλη,
την στιγμή ακριβώς του φρεναρίσματος.
-Μην κουνηθή κανένας,
ακούγονται την ίδια στιγμή απειλητικές
κραυγές απ' όλες τις κατευθύνσεις, από
τους αντάρτες, που έξαλλοι και εξαγριωμένοι,
γαντζώνονται στα παράθυρα με προτεταμένα
τα αυτόματα.
Από την μια στιγμή
στην άλλη, χωρίς οι ίδιοι καλά-καλά να
το αντιληφθούν, οι κρατούμενοι βρίσκονται
ελεύθεροι και οι χωροφύλακες κρατούμενοι,
ενώ οι επιβάτες άλλοι τρυπώνουν και
άλλοι πηδούν από τα παράθυρα πανικόβλητοι,
με την ψυχή στο στόμα.
Τότε ακούγονται 5-6
πυροβολισμοί που επιτείνουν τον πανικό.
Μαζί με τους ξετρελλαμένους από την
λαχτάρα επιβάτες φεύγουν, το ίδιο
πανικόβλητοι, και πέντε Γερμανοί
στρατιώτες. Αυτούς πυροβολούν οι
αντάρτες, στον αέρα όμως, γιατί είναι
ανακατεμένοι με τους πολίτες. «Ρούντα
πιστόλα», ωρύονται με την γνωστή μας
πια, αλλά ασφαλώς ακαταλαβίστικη για
κείνους «ιαχή». Οι δύο τα κατάφεραν και
χάθηκαν, οι τρεις όμως σταμάτησαν με τα
χέρια ψηλά.......
»....Την ώρα που το τμήμα
ετοιμαζόταν να φύγη πια, άλλο επεισόδιο
σημειώθηκε. Μέσα από ένα κλειστό φορτηγό
βαγόνι ακούστηκαν ξαφνικά βροντερά
χτυπήματα και άναρθρες κραυγές απελπισίας.
Κανείς από τους σιδηροδρομικούς ή τους
επιβάτες δεν ήξερε, ή δεν είχε τον νου
του να δώση πληροφορίες, για το τι
συνέβαινε. Και όταν ο πιο τολμηρός, ο
Μπαράκος, άνοιξε απ' έξω και έσυρε την
πόρτα, πετάχτηκαν ξαφνικά από μέσα,
πηδώντας ο ένας πάνω στον άλλον, καμμιά
σαρανταριά....κατάξανθοι Γερμαναράδες.
Για μια στιγμή επεκράτησε
αιφνιδιασμός στο τμήμα. Άλλοι κύτταξαν
τον δρόμο της φυγής και άλλοι πέσανε
βιαστικά εκεί που βρέθηκαν πρυνηδόν,
οπλίζοντας τα αυτόματά τους. Οι κραυγές
όμως, «Ρούσκοι-Ρούσκοι» και τα σηκωμένα
ψηλά χέρια, έδωσαν εξήγησι στο φαινόμενο
και επανέφεραν την τάξι στο μικρό τμήμα.
Ήσαν από τους Ρώσους εκείνους αιχμαλώτους,
που λύγησαν στα στρατόπεδα και δέχτηκαν
να υπηρετήσουν τον γερμανικό στρατό».
Η τελευταία αποστολή
Κανονικά ήταν να
περάσει στην Εύβοια με τον Ορέστη και
τους υπόλοιπους της ομάδας. Έμεινε όμως
πίσω για να βρει τα άλογα που ήταν
απαραίτητα για την κίνηση αυτή. Την
προηγούμενη φορά είχαν κινηθεί με τα
πόδια. Έφυγαν από τη Λιάτανη ανήμερα
της 25ης Μαρτίου, και ενώ ακούγονταν πίσω
τους οι ομοβροντίες του εορτασμού, και
έφτασαν στη βόρεια Εύβοια στις 31 Μαρτίου.
Τώρα όμως έπρεπε να κινηθούν γρήγορα.
Τα γερά πόδια τους δεν αρκούσαν.
Στην αρχή ο Ορέστης
έστειλε τον αντάρτη της Χασάς Τζατζά
(Γ. Τεμέλκο) να βρει άλογα στους γερμανικούς
σταύλους των Αγίων Αναργύρων. Όταν όμως
ο Τζατζάς απέτυχε, ανέλαβε ο Μπαράκος:
«Ο πρώτος αντάρτης
της Χασιάς, ο Μπαράκος, βαρέως φέρων το
πάθημα του συγχωριανού του, το έβαλε
πείσμα τότε να αποπλύνη το άγος φέρνοντας
οπωσδήποτε άλογα από τους σταύλους των
Αγίων Αναργύρων και μού ζήτησε την άδεια
να απουσιάση γι' αυτόν τον σκοπό από το
τμήμα του μερικές μέρες. Τού την έδωσα
γελώντας, χωρίς να μπορώ βέβαια να
υπολογίσω τα μπλεξίματά του και το τέλος
του από την περιπέτειά του εκείνην.
Κατοπτεύοντας τις θέσεις
γύρω από τους σταύλους, έμαθε πως ο
σταυλάρχης, ένας Ιταλός λοχίας, βρισκόταν
σ' ένα κοντινό σεπαρέ με μια γυναίκα.
Χωρίς να λογαριάσει τίποτα μπήκε και
τους απήγαγε αμφοτέρους. Η ξανθιά, όμως,
«τσουλίτσα» κατάφερε τον άγριο αντάρτη
να απολύση τον Ιταλό, μένοντας 2-3 μέρες
εκείνη μαζί του στα περιβόλια γύρω από
το Μενίδι. Και όταν χώρισαν τού έδωσε
και νέο ραντεβού, σε παραλιακό χωριό
της Αττικής τώρα. Φυσικά ούτε τα θαύματα
του Μπαράκου ήξερα, ούτε μπορούσα να
τον περιμένω και έφυγα με όσα άλογα
είχαμε για την Εύβοια.
Εκείνος γύρισε στο
τάγμα και σε μερικές μέρες τα κατάφερε
να ξαναφύγη για τον τόπο του ραντεβού
του. Τον περίμενε η «τσουλίτσα», τον
περίμεναν, όμως, και 5-6 Γερμανοί μαζί
της που την ώρα των διαχύσεών τους τον
σκότωσαν, πριν προλάβη να πιάση το
κρεμασμένο σ' ένα δένδρο αυτόματό του.
Έτσι χάθηκε ένας αντάρτης μου που αληθινά
ήταν ατρόμητος άνθρωπος, από εκείνους
που πραγματικά η ψυχή τους δεν ήξερε τι
θα πη φόβος. Ασφαλώς από κάτι παρόμοια
παθήματα, είχει βγη στα παληά η παράδοσις
πως όποιος «κλαρίτης» σμίξει με γυναίκα,
βρίσκει τον θάνατο σε λίγες μέρες». [Ορέστης]
Εδώ πρέπει να σημειώσουμε,
για την παράθεση όλων των στοιχείων που
υπάρχουν στα γραπτά, ότι ο Μπαράκος
έχοντας χάσει την ομάδα του Ορέστη,
παραμένει στην Πάρνηθα και βρίσκεται
στο τμήμα των 80 ανδρών που ελίσσεται
στο βουνό υπό τον Βερμαίο και τον Αποστόλη
(Κοκμάδη). Όταν ο Αποστόλης με 65, διαρρέει
προς τον κάμπο για να βρεθεί στις πλάτες
των «εκκαθαριστών», ο Μπαράκος είναι
μαζί του. Δυστυχώς όμως δεν τον ακολουθεί
στην Αγία Μαρίνα της Αυλίδας, όπου ανασυγκροτείται
και αντεπιτίθεται. Την παραμονή της
Αγίας Παρασκευής, ο Αποστόλης με τον
Νικήτα πέφτουν στο Σχηματάρι και το
καταλαμβάνουν για μερικές ώρες. Ο
Μπαράκος πέφτει στην παγίδα της
«τσουλίτσας» και πεθαίνει πριν δει τη
λευτεριά να ξημερώνει.
Η δεύτερη παγίδευση
και «εκτέλεση»
Αυτή ήταν η πρώτη
παγίδευση και η πρώτη εκτέλεση του
Μπαράκου.
Στις μέρες μας ακολουθεί
και μια δεύτερη παγίδευση και «εκτέλεση»,
αυτή τη φορά της μνήμης του και του
παραδειγμάτός του.
Τάχα υπερκομματικά,
αλλά η έννοια της είναι να αποσπάσει
μαρτυρία ότι ο Μπαράκος δεν είχε καμία
σχέση με το ΚΚΕ, τάχα ερευνητικά, αλλά
χωρίς ιστορικά στοιχεία, τάχα πατριωτικά
χωρίς το γενικό πλαίσιο του γιγαντιαίου
αγώνα που ανέδειξε τον Γιώργο Καμπόλη
στον Αντάρτη του ΕΛΑΣ Μπαράκο.
Όσο κι αν φαίνεται
βαρύ σε ορισμένους, το ΚΚΕ, τότε, μπήκε
μπροστά, σαν τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, και
τράβηξε το χορό. Τότε, έκανε εκείνο που
δεν κάνει τώρα, οπού... χορεύει μόνο του!
Ο Ορέστης, ο Βερμαίος, ο Αποστόλης, ο
Θεοχάρης, ο Νικήτας, όλοι στελέχη του
ΕΛΑΣ της ΑττικοΒοιωτίας, ήταν ανώτερα
στελέχη του ΚΚΕ. Ο Ορέστης, ο οργανωτής
του αντάρτικου εκείνου, ήταν προπολεμικό
στέλεχος του ΚΚΕ στον Πειραιά. Στα συνεχή
πηγαινέλα του στην Αθήνα, μέσω Χασάς,
την Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ συναντούσε
και ειδικά τον ίδιο τον Γιώργη Σιάντο.
Οι ορκισμένοι τον
όρκο του ΕΛΑΣ και πιστοί του ακόλουθοι,
οι αντάρτες της προσωπικής του ομάδας,
στους οποίους είχε απόλυτη εμπιστοσύνη,
ήταν παρόντες και βασικοί συντελεστές
όλων των ενεργειών του μεγάλου εκείνου
καπετάνιου του ΕΛΑΣ. Το πιο πιθανό είναι
να ήταν και μέλη του Κόμματος κατά τη
συνήθεια της εποχής. [Τότε που να είσαι
μέλος του ΚΚΕ ήταν τιμή κι ας μην ήξερε
κανείς πολλά για τον κομμουνισμό, όπως
π.χ., ο Θεοχάρης ή ο Μπελής ή ο Καραλίβανος.]
Ήταν μαζί του και στην φοβερή ενέδρα
που του έστησαν οι Γερμανοί στο Καπαρέλι,
ανήμερα του Ιωάννη του Ελεήμονος, τέτοιες
μέρες του Νοεμβρίου το 1943. Ήταν μαζί του
και στις εκκαθαριστικές που ακολούθησαν
την Μάχη της Πύλης αλλά και την φοβερή
εκτέλεση των 42 αιχμαλώτων Γερμανών στο
Βούντημα. Εκείνους που είχαν συλλάβη
στις 16 Οκτωβρίου, την πρώτη μέρα της
μάχης. Ο Μπαράκος φέρεται ως ένας εκ των
τριών εκτελεστών. Ο γηραιός αφηγητής
αναφερόμενος σ' αυτά τα περιστατικά,
συγχέει, ίσως λόγω του ίδιου αριθμού
των αιχμαλώτων, τους Ρώσους του τραίνου
στο Βαθύ με τους εκτελεσμένους Γερμανούς
στο Βούντημα.
Το βίντεο, και η
κυρία Μπιτάκου, παρουσιάζουν τον Μπαράκο
σαν να βγήκε μόνος του στο βουνό, να
έγινε καπετάνιος, να έγινε μάλιστα μόνος
του καπετάνιος, και, λίγο πολύ, να ήταν
κάτι σαν τον Γιώργο Θαλάσση επί το...
αγριότερον. Ο Μπαράκος βγήκε στο βουνό
γιατί υπήρχαν άνθρωποι οργανωμένοι που
τον έβγαλαν και τον συνέστησαν, «τον
συνέδεσαν» όπως λεγόταν τότε, με τα
πρώτα ένοπλα τμήματα του Ορέστη. Το ότι
υπήρχε δομή, οργάνωση, ιεραρχία,
μηχανισμός, διοίκηση του λαϊκού εκείνου
στρατού, είναι βασικά στοιχεία της
Ιστορίας, βασικές κατακτήσεις του ίδιου
του λαού και του έθνους, είναι η ίδια η
αλήθεια. Όποιος το αποσιωπά και το
καταχωνιάζει, αν δεν έχει πονηρούς
σκοπούς, έχει άγνοια εξ ίσου επικίνδυνη
και καλό είναι ν' ασχοληθεί με κάτι άλλο.
Ίσως με τις πολεμικές τέχνες και όχι με
τις τέχνες της ιστορίας.
Γιατί όταν έχει
κανείς πρόσβαση στον ιστορικό περίγυρο
και σχέσεις με τα πρόσωπα που γνώριζαν
το υπό την ιστορική έρευνα άτομο, δεν
χάνει την ευκαιρία να ρωτήσει πότε
γεννήθηκε ο Γιώργος Καμπόλης, πώς λέγαν
τον πατέρα του και πώς τη μάνα του, πόσα
αδέλφια είχε, αν πήγε στο σχολείο και
μέχρι πια τάξη, αν πήγε στον πόλεμο της
Αλβανίας, αν πήγε πού πολέμησε, αν
υπάρχουν γράμματα από το μέτωπο, τι
άνθρωπος ήταν στα χρόνια πριν τον πόλεμο,
στους φίλους, στη δουλειά, στην οικογένεια
κλπ, κλπ. Πολλώ δε μάλλον όταν θέλει
κάποιος να τον παρουσιάσει ως πρότυπο
για τους νέους ανθρώπους. Πόσον χρονών
ήταν ο Μπαράκος όταν πήδαγε πάνω στην
ατμομηχανή του τραίνου; Πόσο ήταν όταν
σουρνόταν στα συρματοπλέγματα των
Ταγματασφαλιτών στην Ερέτρια, πόσο ήταν
όταν πέθανε; Ούτε αυτό δεν μάθαμε! Θα
μείνουμε με την απορία παρά τα 25 λεπτά
του καλοτραβηγμένου βίντεο.
Κι όσο για «τα
κόμματα», αυτά, όπως δείξαμε αναφερόμενοι
στον πρόεδρο της Χασάς Θοδωρή Βερούτη,
ήταν πανταχού παρόντα. Και τα κόμματα και οι ξένοι που καθοδηγούσαν την πολιτική τους για να μην ολοκληρωθεί η ελευθερία της Ελλάδας, για μια ακόμα φορά.
«Τα κόμματα»
εξώθησαν εκείνους τους Χασιώτες να
δείξουν στους Γερμανούς τα κατατόπια.
Τα κόμματα είναι και σήμερα πίσω από
τους συντελεστές του βίντεο. Αρκεί
κανείς να συγκρίνει ετούτες τις γραμμές
κι εκείνα τα λόγια για να καταλάβει.
Εκεί θα δει ότι άλλο η επίκληση της
αλήθειας και της μελέτης της ιστορίας
και άλλο η έρευνα και η παρουσίαση αυτής.
Και μόνο η αποσιώπηση των αληθινών πτυχών
της ιστορίας του Μπαράκου είναι καθαρή κομματική εκμετάλλευση!
Εξαίρεση, ευχάριστη,
στο βίντεο, η ερμηνεία, τη συνοδεία
βιολιού του νεώτερου «Μπαράκου», του
Σπύρου Μπρέμπου, βάρδου της Αρβανιτιάς
και πρώην (δεν ξέρω αν είναι και νυν)
δημοτικού συμβούλου Φυλής (Χασάς).
iΦ.
Γ. Γρηγοριάδης (Φώτης Βερμαίος), Βρεταννοί
- Το Αντάρτικο - Απελευθέρωσις, εκδ.
Νεόκοσμος, τομ. 8, σελ. 577.