Η επιστολή του Μουσταφά Γκέκα βρίσκεται στα Γενικά Αρχεία του Κράτους. (Στην εικόνα η 2η σελίδα) |
Γιώργος
Μιλτ. Σαλεμής
Μετά
την αναφορά μας στον ΤουρκΑρβανίτηΣουμάνη, σημαιοφόρο του Πλαπούτα που
διεκρίθη στις συγκρούσεις των Ελλήνων
υπό το Κολοκοτρώνη στην Πολιορκία των
Πατρών, θα μνημονεύσουμε τον ΤουρκΑρβανίτη
που βρέθηκε μέσα στο Χάνι της Γραβιάς
και πολέμησε μαζί με τους Έλληνες, από
την αρχή μέχρι το τέλος του αγώνα.
Πρόκειται
για την επιστολή που απευθύνει στην
κυβέρνηση, τον Οκτώβριο του 1827 και στην
οποία, αφού πρώτα εκθέτει τις υπηρεσίες
του στον αγώνα, ζητάει την χρηματοδότηση
της ομάδας στρατιωτών του για να συνεχίσει
τον αγώνα όπως και πριν...«καταφρονών
και πυρ και σίδερον».
Ο λοχαγός
Κάρπος Παπαδόπουλος, μπουλούκμπασης στο Σώμα του Οδυσσέα
και, στη συνέχεια, αξιωματικός στο
Τακτικό του Φαβιέρου, ως εκ τούτο τον
γνώριζε προσωπικά. Στο βιβλίο του
Ανασκευή, αναφερόμενος στο Χάνι της
Γραβιάς λέει:
[...Ο
Οδυσσεύς, θέλων να συνειθίση τούτους
να καταφρονούν και τας πλέον δεινάς
περιστάσεις κατά του εχθρού, επιθυμών
προς τούτοις να ρίψη κι την οφρύν του
Ομέρ Βρυώνη, στέλλει κρυφίως επτά
φορτώματα πυροβόλων εντός του Χανίου
της Γραβιάς (προς το οποίον ήσαν οι
Τούρκοι εστρατοπεδευμένοι,) και επομένως
εισήλθεν εντός τούτου με 84 Έλληνας.
Οι
Τούρκοι, διώξαντες πρώτον τους πέριξ
των ριζωμάτων Έλληνας, επολιόρκησαν το
Χάνι, ελπίζοντες να λάβωσι ζώντας όλους
τους εκεί Έλληνας, και μάλλον τον Οδυσσέα,
εναντίον του οποίου είχεν ο Πασσάς
παλαιόν πάθος επί του Αλή Πασσά. Πρώτος,
όστις έδοσεν αιτίαν της μάχης, ήτον ο
Μουσταφάς φονεύσας ένα Δερβίσην, ο
οποίος επλησίασεν εις το Χάνι, δια να
ίδη, αν οι Έλληνες ζητώσιν έλεος και
υποταγήν` επομένως ώρμησαν οι Τούρκοι,
φιλοτιμούμενοι, τις πρώτος να αριστεύσει...]
Και σε
υποσημείωση εξηγεί ποιος είναι εκείνος
ο Μουσταφάς:
[Αυτός
ήτον επιστήθιος του Οδυσσέως. Οθωμανός
ων. Συνηγωνίσθη με τους Έλληνας έως
τέλους. Επί του Κυβερνήτου Καποδίστρια
έλαβε και τον βαθμόν του Λοχαγού εις τα
ελαφρά Σώματα].
Λοχαγός
Κάρπος Παπαδόπουλος, Ανασκευή των
εις την Ιστορίαν των Αθηνών αναφερομένων
περί του Στρατηγού Οδυσσέως Ανδρούτζου,
του Ελληνικού Τακτικού και του
Συνταγματάρχου Καρόλου Φαβιέρου, Εν
Αθήναις, εκ της τυπογραφίας Πέτρου
Μαντζαράκη, οδός Ντέκα αριθ. 45, 1837
Επιστολή του Μουσταφά Γκέκα στη Βουλή
Προς
την Σ. Βουλήν
Η
τυραννία και το απάνθρωπον των ομοθρήσκων
μου Μουχαμετιάνων, και τα μεγάλα δίκαια
του δεινοπαθούντος Ελληνικού Λαού,
όστις βεβαρυμμένος από την πολυχρόνιον
σκλαβιάν απεφάσισε το 1821 έτος το
χριστιανικόν, να αποτινάξη τον ζυγόν
επειδή με εκίνησαν εις οίκτον και
συμπάθειαν αποφάσισα και εγώ να συναποθάνω
με τους Έλληνας.
Ευθύς
λοιπόν ήχησεν η Σάλπιγξ του πολέμου,
αμέσως παραίτησα τας αγαδικάς ανέσεις,
και αφήσας εις Λεβαδίαν εκουσίως
γεννήματα κοιλών εκατόν χιλιάδων σιτάρια
και κριθάρια εις χρήσιν των ετοιμαζομένων
εις μάχην Ελλήνων εκλείσθην ως σύμμαχος
ειλικρινέστατος μετά του μακαρίτου
Οδυσσέως εις της Γραβιάς το χάνι, όπου
εκάμαμεν την γνωστήν εκείνην αριστείαν
κατά του Ομερβριώνη και Αχμέτ πασσά του
εφορμήσαντος υποτυράννου.
Έπειτα
δε εφ' ω ο Οδυσσεύς κατήντησεν ολιγότερον
χρήσιμος συνηγωνίσθην με τον αξιομνημόνευτον
Ι. Γκούραν καθ' όλον το διάστημα της
στρατηγίας του.
Μετά
τον θάνατόν δε του Ι. Γκούρα ηκολούθησα
τας διαφόρους εκστρατείας του αοιδίμου
Γ. Καραϊσκάκη..
Αφ' ω
δε ήλθεν ο Καραϊσκάκης εις διαρκή
επικουρίαν των εν Ακροπόλει Αθηνών
διακινδυνευόντων ηκολούθησα την οδηγίαν
του μακαρίτου στρατηγού Ιωάννου Νοταρά.
Εκ δε
της στάσεως του Ιωάννου Νοταρά ακολουθώ
τας οδηγίας του Παναγιωτάκη Νοταρά. Εν
ενί λόγω εδούλευσα την Ελλάδα και δουλεύω
απ' αρχής του αγώνος της συναγρικόμενος
και συναγωνιζόμενος με τους επισήμους
της στρατηγούς.
Καθ'
όλας δε τας μάχας, εις ας συμπαρευρέθην,
δε, επληγώθην, των οποίων η επικινδυνωτέρα
εστάθη, η συμβάσα μοι εις Πειραιά πληγή.
Εις
όλον δε το διάστημα δεν έλαβον από το
Ελληνικό έθνος οβολόν διά μισθόν. Εκτός
των πεντακοσίων γροσίων των δοθέντων
μοι προλαβόντως χάριν περιθάμψεως προς
Σ. Κυβερνήσεως. Και εξώδευσα όλως εξ
οικείων γρόσια εις δέκα χιλιάδας, από
τα οποία μου ευρέθησαν βενέτικα κλεμμένα
από τον καιρόν της Τουρκίας εις το κεμέρι
μου.
Περί
τούτων δε απάντων θέλουν μαρτυρήσει
ίσως με περισσοτέραν έμφασιν, αν το
καλέση η χρεία, όσοι των Ηπειρωτών
Ελλήνων πολιτικοί τε και πολεμικοί
καίτινες Πελοποννήσιοι εγνώρισαν καλώς
τα του Μουσταφά Γκέκα.
Προ
ημερών, Σ. Βουλή ενθαρρυμμένος από τας
περιστάσεις εκάλεσα και τους ανεψιούς
μου από Τουρκίαν, οίτινες ταυτοφρονούντες
ήλθον προθύμως να συναγωνισθούν.
Αλλ, ω
Βουλή, δεν έχω υπό τας οδηγίας μου
στρατιώτας πολλούς ως και πρότερον. Έχω
μόνον είκοσι πέντε, (θερμουργός ομάς),
των οποίων οι μεν είναι χριστιανοί
Αλβανοί οι δε Μωαμεθάνοι, και τούτο δια
την οποίαν έχω μεγάλην αναργυρίαν. Έως
ώρας δεν είχον απόφασιν να παραστήσω
προς την ελληνικήν πολιτείαν τας
δουλεύσεις μου εμποτιζόμενος από
μετριοφροσύνην. Αλλ' επειδή ήδη η έγκαιρος
[μία λέξη δυσανάγνωστη] και η άκρα
αχρηματία με κατέστησαν ευαισθητότερον
αναφέρομαι αναγκασμένος παρακαλώ το
μεν, επειδή αι εκδουλεύσεις μου είναι
αποδεδειγμέναι και [μια σειρά δυσανάγνωστη]
την Ελλάδα πιστώς και ως θετός υιός. Το
δε να μοι γένη η προσήκουσα εις την
ικανότητά μου εξοικονόμησις, ώστε να
ημπορέσω να ακολουθώ εκστρατείας, ως
και άλλοτε καταφρονών και πυρ και σίδηρον
δι' όφελος εις δόξαν της Ελλάδος.
Έχων
δε χρηστάς ελπίδας από την ευγνωμοσύνης,
ως εκ μέρους των Ελλήνων, και βαθείαν
σύνεσιν της Σ. Βουλής, υποσημειούμαι
και με το προσήκον σέβας.
Τη 5 Οκτωβρίου 1827 εν Αιγίνη
Ο φιλέλλην
Μουστάφας Γκέκας
Στο τεραστίας σημασίας ετούτο τεκμήριο μπορεί κανείς, πίσω από τις γραμμές, να
διαπιστώσει:
- Ο Μουσταφάς, ΤουρκΑρβανίτης από την Ήπειρο, είναι αγάς στη Λιβαδειά όταν ξεσπάει η Επανάσταση. Στο κεμέρι του βρίσκονται 10.000 γρόσια και στις αποθήκες του 100.000 κοιλά στάρια και κριθάρια. Το κοιλό είναι μονάδα μέτρησης των σιτηρών και αντιστοιχεί σε 24 οκάδες. Κάθε οκά αντιστοιχεί σε 1,22 κιλά. Κάνοντας τις αναγωγές καταλήγουμε ότι στις αποθήκες του βρίσκονταν κοντά 30.000 τόνοι σιτηρών αξίας, σε σημερινά λεφτά, πάνω από 730.000 €. Όλα αυτά τα διαθέτει στον αγώνα.
- Στον αγώνα διαθέτει και τον εαυτό του αφήσας τις αγαδικές ανέσεις, όπως χαρακτηριστικά λέει. Παίρνει μέρος, δίπλα στον Οδυσσέα στην αρχή, σε όλες τις μάχες της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος. Μετά περνάει στις οδηγίες (οι πολεμιστές της εποχής εκείνης, μικροί τε και μεγάλοι, δεν χρησιμοποιούν τη λέξη «διαταγές» αλλά τη λέξη «οδηγίες» και η σημασία είναι προφανής) του Γκούρα, του Καραϊσκάκη και μετά τον θάνατο κι εκείνου στις οδηγίες των Νοταράδων.
- Στους πολέμους αυτούς δεν είναι μόνος αλλά ηγείται ενός τμήματος πολύ μεγαλύτερου των 25 ανδρών που έχει στις οδηγίες του όταν συντάσσει την επιστολή. Επειδή τους 25 τους θεωρεί λίγους και την θέση του, να ηγείται μόνο τόσων στρατιωτών, «κατάντια», μπορούμε να συμπεράνουμε ότι στο παρελθόν διέθεται τουλάχιστον διπλάσιους. Ο Κάρπος Παπαδόπουλος μάς δίνει την πληροφορία ότι στην αρχή του αγώνα ο Αθανάσιος Διάκος ήταν μπουλούκμπασης του Οδυσσέα με 45 άντρες. Μπορούμε λοιπόν να έχουμε μια ιδέα σχετική.
- Το τμήμα του αυτό αποτελείτο από Αρβανίτες, χριστιανούς και μωαμεθανούς. Πολεμούσαν μαζί, κακοπάθεναν, πείναγαν, τραυματίζονταν και σκοτώνονταν μαζί. Είχαν πλήρη επίγνωση της κατάστασης «ποιος πολεμάει ποιον» και έδιναν τη ζωή τους γι' αυτό ενώ, αν ήταν απλοί μισθοφόροι θα πολεμούσαν δίπλα στον κραταιό αντίπαλο. Πολεμούσαν για το δίκιο των Ελλήνων και για να εδραιωθεί ένα Ελληνικό κράτος. Στην άποψη του Μουσταφά συνέκλιναν και άλλοι συγγενείς του, τους οποίους είχε καλέσει και εντάξει στο τμήμα του. Τα ανίψια του... «ταυτοφρονούσαν» και ήρθαν από την Τουρκία. Τουρκία ήταν τότε η Ήπειρος. Ούτε «Αλβανία», ούτε Σκιπερία. Και να σκεφτούμε ότι ο Μουσταφάς ήταν Γκέκας, δηλαδή πέρα από τον Γενούσο Ποταμό και τη «γραμμή Τζίρασεκ»!
- Τις αγωνιστικές «περγαμηνές» του, ο Μουσταφάς, δεν τις επικαλείται καθόλου μέχρι το τέλος σχεδόν του 1827. Από μετριοφροσύνη, όπως αναφέρει. Λίγους μήνες πριν έχει τραυματιστεί βαριά -κινδύνευσε, λέει- στη μάχη του Πειραιά (Απρίλιος 1827) και έχει πάρει μόνο 500 γρόσια από την Κυβέρνηση για να γιατρευτεί. Αναγκάζεται να εκθέσει τους αγώνες του ακριβώς γιατί θέλει να τους συνεχίσει «καταφρονών και πυρ και σίδερον». Δεν το κάνει για να βγει στη σύνταξη.
- Θεωρεί τον εαυτό του θετό γυιο της Ελλάδας και «φιλέλληνα» με τον οποίο τίτλο και υπογράφει. Κάνοντας έτσι απόλυτα σαφές ότι το όραμα του Ρήγα, του παμβαλκανικού ξεσηκωμού κατά της Τουρκικής τυραννίας, υποφώσκει, εμπνέει και καθοδηγεί ένα σημαντικό αριθμό... «φιλελλήνων» της Ανατολής...... «Βουλγάροι κι Αρβανίτες και Σέρβοι και Ρωμιοί/ Αράπηδες και Άσπροι με μια κοινή ορμή»... Της Ανατολής λέμε, για να τονίσουμε ότι «φιλελληνισμός» δεν ήταν μόνο της Δύσης αλλά υπήρχε και άλλος, στην Ανατολή. Το ότι δεν διακρίνεται ίσως να οφείλεται στο ότι δεν είναι τόσο «φιλελληνισμός» όσο είναι «ελληνισμός», η αρχαία, τουλάχιστον από τον Μεγαλέξανδρο και τους Επιγόνους, τάση του «Ελληνίζειν»... την τάση των Ανατολικών να θέλουν και να προσπαθούν να γίνουν Έλληνες και πολλές φορές να ξεπερνάνε τους Έλληνες σε πατριωτισμό και αυτοθυσία...
Συμπέρασμα;
Μα το ότι ο Ρήγας συναντάει τον Καβάφη
για να διαπιστώσουν μαζί με θλίψη, πόσο
ανελλήνιστοι είναι κάμποσοι Έλληνες
και πόσο δύσκολο τους είναι να κάνουν
αυτό που όλοι οι προηγούμενοι Έλληνες
έκαναν, είτε ήταν μορφωμένοι είτε ήταν
αμόρφωτοι.
«Φιλέλλην»
Την
χάραξι φρόντισε τεχνικά να γίνει.
Έκφρασις
σοβαρή και μεγαλοπρεπής.
Το
διάδημα καλλίτερα μάλλον στενό·
εκείνα
τα φαρδιά των Πάρθων δεν με αρέσουν.
Η
επιγραφή, ως σύνηθες, ελληνικά·
όχ’
υπερβολική, όχι πομπώδης—
μην
τα παρεξηγήσει ο ανθύπατος
που
όλο σκαλίζει και μηνά στην Pώμη —
αλλ’
όμως βέβαια τιμητική.
Κάτι
πολύ εκλεκτό απ’ το άλλο μέρος·
κανένας
δισκοβόλος έφηβος ωραίος.
Προ
πάντων σε συστήνω να κυττάξεις
(Σιθάσπη,
προς θεού, να μη λησμονηθεί)
μετά
το Βασιλεύς και το Σωτήρ,
να
χαραχθεί με γράμματα κομψά, Φιλέλλην.
Και
τώρα μη με αρχίζεις ευφυολογίες,
τα
«Πού οι Έλληνες;» και «Πού τα Ελληνικά
πίσω
απ’ τον Ζάγρο εδώ, από τα Φράατα πέρα».
Τόσοι
και τόσοι βαρβαρότεροί μας άλλοι
αφού
το γράφουν, θα το γράψουμε κ’ εμείς.
Και
τέλος μη ξεχνάς που ενίοτε
μας
έρχοντ’ από την Συρία σοφισταί,
και
στιχοπλόκοι, κι άλλοι ματαιόσπουδοι.
Ώστε
ανελλήνιστοι δεν είμεθα, θαρρώ.
Κωνσταντίνος Καβάφης (1912)