Κυριακή 3 Αυγούστου 2025

Η Λέλα, σύζυγος Ιωάννου Μεταξά, όμηρος του ΕΛΑΣ στο Σχηματάρι, 27 & 28 Δεκεμβρίου 1944!!!

 




 

Γιώργος Μιλτ. Σαλεμής

 

 

Στον «Ορέστη» (Ανδρέας Μούντριαχας – Ορέστης, Καπετάνιος της 2ας Μεραρχίας του ΕΛΑΣ), στον Β’ τόμο, υπάρχουν πολλά και ενδιαφέροντα στοιχεία για τους ομήρους του ΕΛΑΣ κατά τα Δεκεμβριανά.

Σήμερα θα παραθέσουμε εδώ μια πτυχή εκείνης της τραγικής ιστορίας, δυο μόλις μέρες, ημέρες του Δωδεκαημέρου του φοβερού Δεκέμβρη 1944, που δεν ήταν δυνατόν να συμπεριληφθούν μέσα στις σελίδες του ήδη ογκώδους βιβλίου.

Ο ΕΛΑΣ ή, για την ακρίβεια, εκείνη η φράξια μέσα στο ΚΚΕ (Ιωαννίδης, Μπαρτζώτας, Κωτσάκης κλπ) που καθ-οδηγούσε τον Δεκέμβρη προς την καταστροφή, όταν είδαν ότι οι Άγγλοι συλλαμβάνουν ΕΑΜίτες και τους «προωθούν» στη Μ. Ανατολή, θεώρησαν καλό να πράξουν το ίδιο.

Επίσημα η ομηρία φαίνεται να αρχίζει στις 17 Δεκεμβρίου αλλά υπάρχουν πλέον στοιχεία ότι άρχισε από τις 11/12.

Έχει σημασία η ημερομηνία. Διότι, στις 11 ακόμα, υπάρχουν ελπίδες επικράτησης του ΕΛΑΣ στην Αθήνα, η αγγλική διοίκηση έχει έρθει σε πολύ δύσκολη θέση, σκέφτεται μάλιστα να εγκαταλείψει την Αθήνα και να συγκρατηθεί όπως-όπως σε έναν θύλακα στο Καλαμάκι, δεν έχει γίνει ακόμα η δραματική σύνοδος των επικεφαλής (14/12) όπου ο Τσακαλώτος θα δηλώσει ορθά κοφτά στους Άγγλους ότι θα πολεμήσει έστω και μόνος του.

Και ενώ οι Άγγλοι «δικαιολογούνται» να κάνουν μια τέτοια απέλπιδα ενέργεια -διότι απέλπιδα και απονενοημένη είναι η ομηρία χιλιάδων Αθηναίων αμάχων- γιατί τους μιμείται ο ΕΛΑΣ Αθήνας, ο οποίος, μέχρι εκείνη τη στιγμή, δεν έχει σοβαρούς λόγους να πανικοβάλλεται;

Υπάρχει κάποιος, ο οποίος, από την 11η ή και την 10η του μηνός προβλέπει τη δυσμενή εξέλιξη και μάλιστα πείθει και τους υπολοίπους της φράξιας;

Ή μήπως υπάρχει κάποιος που προβοκάρει το εγχείρημα του Δεκέμβρη με πολλούς και διαφόρους τρόπους, ένας εκ των οποίων είναι και η ομηρία;

Ήταν απλώς ένας τυχοδιωκτισμός; Ένας ακόμη από τους πολλούς και επιπόλαιους τυχοδιωκτισμούς των «ταμαχιάρηδων» και των «πουρητανών» στα πλαίσια του μιμητικού ανταγωνισμού, όπου, οι αντίπαλοι, πολεμώντας ο ένας τον άλλον, εξομοιώνονται, σύμφωνα και με τον Κλαούζεβιτς αλλά και σύμφωνα με σημαντικούς μεταπολεμικούς κοινωνιολόγους;

Είναι σοβαρά ερωτήματα αυτά, και πρέπει να απαντηθούν από την ιστορική έρευνα, τόσο του ίδιου του Δεκέμβρη γενικά όσο και της ομηρίας ειδικά, η οποία, παραμένει ακόμα χωρίς μελέτη σε βάθος.

Η σύλληψη εκατοντάδων αμάχων, αδιακρίτως φύλου, υγείας και ηλικίας, καταχείμωνο, από έναν στρατό που πεινάει, κρυώνει, υποφέρει, ματώνει, ενώ μάλιστα έχει χαράξει η ημέρα της λευτεριάς και τραγουδάει «στα σπίτια μας να πάμε, μαζί όλοι μαζί», δεν μπορεί παρά να είναι λάθος! Λάθος πολιτικό, πριν απ’ όλα τα άλλα, λάθος αδικαιολόγητο και καταστροφικό πρώτα για κείνον που το σκέπτεται και σε συνέχεια το υλοποιεί.

Το λάθος αυτό αναγνωρίστηκε, αμέσως μετά την Βάρκιζα, και επίσημα από την ηγεσία του ΚΚΕ. Και γι’ αυτό θα βρει κάποια στοιχεία ο αναγνώστης στον «Ορέστη».

Στην εκ των υστέρων αναγνώριση του λάθους δεν φτάσαμε, όμως, χωρίς ενδιάμεσα επεισόδια. Μια σειρά σημαντικά στελέχη του ΕΛΑΣ του βουνού, που γνώριζαν την κατάσταση, ήξεραν πόσο δύσκολο ήταν να οδηγηθούν με ασφάλεια τόσοι άνθρωποι, ανάμεσα σε καμένα χωριά και κατεστραμμένες ορεινές περιοχές (πχ Δερβενοχώρια), σε ασφαλή τόπο, αντέδρασαν άμεσα και έντονα. Οι ίδιοι εκείνοι που με ενθουσιασμό και περηφάνεια οδήγησαν τους 600 περίπου αιχμαλώτους Άγγλους της ΡΑΦ ως τον Βόλο, στους ομήρους αντέδρασαν. Του Ορέστη μάλιστα κινδύνευσε και το κεφάλι! Παρά ταύτα, αμέσως μετά την υποχώρηση του ΕΛΑΣ από την Αθήνα, ο Ορέστης διετάχθη να κάνει ό,τι μπορεί καλύτερο για την ζωή των ομήρων αυτών και μπορούμε να πούμε ότι το έπραξε στο ακέραιο.

Τρεις ήταν οι φάλαγγες των ομήρων, τις οποίες έχω εντοπίσει από τη δική μου έρευνα μέχρι τώρα.

Οι δύο και οι πολυπληθέστερες ακολουθούν δρομολόγια στη δυτική Αττική και από κει στα Δερβενοχώρια και τη Θήβα. Η πρώτη, χρονικά, έχει 227 άτομα και εξελίσσεται παράλληλα με την φάλαγγα «Μεταξά», ανάμεσα Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά, από Κρώρα προς τη Θήβα. Καπετάνιος της ήταν ο Βασίλης Γκιουζέλης, αδελφός του Στέφανου. Ποιος ήταν ο Στέφανος Γκιουζέλης φαντάζομαι ότι είναι γνωστό. Ιδιαίτερα ανερχόμενο στέλεχος τότε, μετά τα Δεκεμβριανά, έγινε μέλος της κομματικής επιτροπής του Α’ Σώματος Στρατού του ΕΛΑΣ, κατά την ανασυγκρότησή του. Δεξί χέρι του Νέστορα δηλαδή.

Για τη δεύτερη φάλαγγα, μπορούμε να εικάσουμε ότι έχει ανάλογο όγκο. Ο Ευλόγιος Κουρίλας κάνει λόγο για 163. 

Η τρίτη, για την οποία θα κάνουμε λόγο σήμερα, είναι πολύ μικρότερη και κινείται από την Κηφισιά στο Μπογιάτι, στην Αγία Ελεούσα, στη Σκάλα του Ωρωπού, στο Συκάμινο, στο Σχηματάρι, στο Χλεμποτσάρι (Ασωπία), στους Μουσταφάδες (Καλλιθέα) και τέλος στη Θήβα που είναι το κομβικό σημείο της συγκέντρωσης και των ομήρων των άλλων δρομολογίων.

Η τρίτη αυτή φάλαγγα της Κηφισιάς, θα ονομαστεί «Μεταξά» καθώς οι ΕΛΑΣίτες φρουροί της θέλουν να σημειώσουν τη σοβαρότητα και τη σημασία της.

Οι φρουροί των φαλαγγών είναι είτε μέλη της Εθνικής Πολιτοφυλακής είτε εφεδροελασίτες πρόχειρα στρατολογημένοι, οι οποίοι, για τον άλφα ή βήτα λόγο δεν μπορούν να πάρουν μέρος στις μάχες της Αθήνας. Μάχες που εκείνες τις ημέρες αυξάνουν τις ανάγκες για έμπειρους πολεμιστές.

Πρέπει να συσχετιστεί ενδεικτικά ότι, την ώρα που ο ΕΛΑΣ διατάσσεται να πιάσει ομήρους στην Κηφισιά (11/12), επομένως και να διαθέσει στελέχη και μαχητές, για τη συνοδείας τους και το…λοτζίστικ του εγχειρήματος, ένα από τα τελευταία εμπειροπόλεμα τάγματα, το ΙΙΙ του 7ου συντάγματος, διατάσσεται να παραδώσει τους κρατουμένους ταγματασφαλήτες της Εύβοιας στην Εθνική Πολιτοφυλακή και να κατευθυνθεί ταχύτατα από την Χαλκίδα στην Αθήνα. Η διαταγή εκτελείται στις 12 Δεκεμβρίου.

Η φάλαγγα «Μεταξά», όπως η ίδια η Λέλα Μεταξά αναφέρει, είναι καμιά τριανταριά άτομα. Για την ακρίβεια, όταν φεύγουν από την Κηφισιά είναι 31 άτομα εκ των οποίων 5 γυναίκες. Στην πορεία μειώνεται και αυξάνεται. Θα αφήσουμε την ίδια να τα πει σε όποιον έχει ενδιαφέρον να το ψάξει.

Εμείς εδώ θα συνοψίσουμε και θα διευκρινίσουμε μερικά μόνο σημεία τα οποία έχουν σχέση με το Σχηματάρι και τα δύο ακόμα χωριά στην πορεία προς τη Θήβα.  Τα υπόλοιπα της δραματικής πορείας ας τα αναζητήσει ο αναγνώστης στο βιβλίο της αλλά και στον «Ορέστη» που, όπως είπαμε, αναφέρονται αρκετά σημαντικά πράγματα.

Στο Σχηματάρι φτάνουν στις 27 Δεκεμβρίου το μεσημέρι. Στεγάζονται προσωρινά σε μια παλιά αποθήκη, από κείνες τις παλιές τις πέτρινες με τις μεγάλες συρόμενες ξύλινες πόρτες που προορίζονταν για τα σανά. Είναι η αποθήκη του ΝίκοΜαρίνου, στο κέντρο του χωριού. Απέναντι είναι η Πολιτοφυλακή. Είναι δηλαδή το υπάρχον μέχρι σήμερα σπίτι του Χρήστου Δεδάκη, το οποίο, έχει επιταχθεί από την Πολιτοφυλακή και έχει γίνει σταθμός της. Η αποθήκη του Μαρίνου δεν υπάρχει πλέον. Έγινε μετά κινηματογράφος και στη συνέχεια σούπερ μάρκετ.

Εκεί, ζεσταίνονται στο τζάκι της αποθήκης. Ναι, οι αποθήκες αυτές είχαν και τζάκια. Επίσης σιτίζονται στοιχειωδώς από τους ανθρώπους του εφεδρικού ΕΛΑΣ και των οργανώσεων.

Ο «οπλαρχηγός παπάς» δεν είναι δυνατόν ακόμη να ταυτοποιηθεί. Ούτε υπάρχει αναφορά στην προφορική παράδοση. Για τον Ιταλό Μάριο υπάρχει. Κάποιες φωτογραφίες με παιδάκια αναφέρονται ως δικές του. Η Λέλα Μεταξά συμπληρώνει κάποια στοιχεία για τον ίδιο και την τύχη του.

Ο «σιδηροδρομικός» που τους δίνει προσφάι είναι ο Δημήτριος Γεωργίου Σαλεμής, αδελφός του πατέρα μου. Κληρονομικώ δικαίω, τρόπον τινά, εφόσον ο πατέρας τους είχε πεθάνει το 1942 εν υπηρεσία στον ΣΕΚ, έγινε, έφηβος ακόμη, κλειδούχος στο σταθμό της Οινόης. Συνελήφθη στο μπλόκο του χωριού στις 2 Ιουλίου, φυλακίστηκε στην Χαλκίδα με άλλους κρατουμένους διαφόρων ηλικιών και όταν ζητήθηκαν εθελοντές για καταναγκαστικά έργα αποφάσισαν να το ρισκάρουν γιατί φοβήθηκαν ότι θα τους στείλουν στη Γερμανία. Από το Σχηματάρι ήταν τρεις στην ομάδα αυτή. Ο Τάκης, ο Σωτήρης Λιάπης και ο Βαγγέλης Γεωργαντάς του Αχιλλέα. Και οι τρεις δεκαεννιάχρονοι επονίτες. Όταν οδηγήθηκαν στα Γεράνια για να κάνουν έργα στη γραμμή του τραίνου, δραπέτευσαν με επικό τρόπο! Καθώς ο Γερμανός φρουρός τους πήγε προς νερού του, έσπρωξαν το γαϊδούρι, στο οποίο ήταν φορτωμένο το πολυβόλο, στον γκρεμό και πήραν τον ανήφορο να βρουν τους Αντάρτες.

Διασώθηκαν προς στιγμήν χωρίς να σταθούν όλοι τυχεροί. Ο Βαγγέλης και ο Σωτήρης, άπειροι νεοσύλλεκτοι αντάρτες, θα εμπλακούν με το τμήμα τους στις αψιμαχίες στο Μήλεσι, τέλη Σεπτεμβρίου. Ο μεν Βαγγέλης θα σκοτωθεί ο δε Σωτήρης θα εισπράξει ένα βαρύ τραύμα στη γνάθο, ευτυχώς όχι θανατηφόρο.

Αυτή είναι η ιστορία του «σιδηροδρομικού» που κάνει λόγο η κυρία Μεταξά.

Όσο για τον νεαρό «διαφωτιστή» μάλλον πρόκειται για τον χαρισματικό Λεωνίδα Λάμπρου. Και ίσως γι’ αυτό τράβηξε την προσοχή του καθηγητή Ευγενίου Φωκά ώστε να πιάσει κουβέντα μαζί του. Σε κανα δυο μήνες θα είναι από τους πρώτους που θα υποστεί την μήνη και τον διωγμό των συγχωριανών του, εκείνων που τώρα είναι κλεισμένοι στη Χαλκίδα στη Στρατώνα. Τελικά θα εκτελεστεί στην Κέρκυρα (2/4/1948) μαζί με δύο ακόμα αντάρτες του ΕΛΑΣ από το Σχηματάρι.

Ο αριθμός της ομάδας, όταν φτάνουν στο Σχηματάρι έχει μειωθεί. Είναι μια ντουζίνα και οδηγούνται για να κοιμηθούν σε «μια βίλλα στα τελευταία σπίτια του χωριού». Πρόκειται για τη βίλλα του γιατρού Λεωνίδα Σπύρου. Βέβαια δεν είναι ακριβώς στα τελευταία σπίτια του χωριού αν και το χωριό όντως τελείωνε λίγο πιο κάτω. Η διαμόρφωση του εδάφους και οι κακουχία ίσως έδωσαν την εντύπωση εκείνη στην αφηγήτρια. Ωστόσο η περιγραφή του σπιτιού είναι ακριβής όπως και του κήπου. Το μνημειώδες εκείνο σπίτι είχε ήδη δεινοπαθήσει καθώς το είχαν επιτάξει οι κατακτητές σε διάφορες φάσεις, ενώ οι περιπέτειές του θα συνεχιστούν και το επόμενο διάστημα.

Δύο μυστήρια παραμένουν: α) ποιος είναι εκείνος ο γηραιός Γεωργαντάς που περιποιείται τόσο μεγαλόψυχα την ομάδα λόγω κάποιου γνωστού που ανήκε σ’ αυτή. β) ποιος είναι ο εύπορος ασθενής εκείνης της νύχτας για τον οποίο ενδιαφέρθηκαν οι ΕΛΑΣίτες του χωριού και ξύπνησαν τον Ευγένιο για να τον κοιτάξει.

Ας σημειωθεί ότι ο Ευγένιος Φωκάς (1903-1970) είναι εθελοντής συνοδός της Λέλας Μεταξά, γαμπρός από την κόρη της, γιατρός, καθηγητής του Πανεπιστημίου.

Από την αφήγηση φαίνεται ότι, η Λέλα Μεταξά, δεν τρέφει μίσος για τους ΕΛΑΣίτες. Διατηρεί μια μικρή ειρωνεία, βέβαια, και κάνει κάμποσους υπαινιγμούς αλλά ταυτόχρονα μοιάζει και να κάνει γούστο εκείνα τα αγροτόπαιδα που την πλησιάζουν και συζητάνε μαζί της, υπό αυτές τις δραματικές συνθήκες. Το σύνδρομο της Στοκχόλμης, γαρ, που κάνει πάντα τη δουλειά του; Ποιος ξέρει; Πάντως το κείμενό της, δείχνει έξυπνη και ψύχραιμη κυρία. Δεν δείχνει να φοβήθηκε για τη ζωή της παρ' όλα εκείνα που συνέβαιναν δίπλα. Και μπορεί κανείς αυτή την ψυχραιμία της συζύγου του δικτάτορα και επί μισό αιώνα εμπλεκομένου σε εμφύλιες έριδες Μεταξά, να την αντιπαραβάλλει με την εξαλλοσύνη που αποπνέουν τα σχετικά κείμενα του Ευγενίου Κουρίλλα. 

Το βράδυ εκείνο που έβρεχε και έκανε πολύ κρύο, προστέθηκαν, στην ολιγομελή ομάδα, και άλλα άτομα. Η αφηγήτρια δεν φαίνεται να σχημάτισε καλή γνώμη για κείνους. Παραθέτει στοιχεία αιχμηρά -αιχμηρότερα, θα έλεγα, από όσα καταλογίζει στους ΕΛΑΣίτες- για τη συμπεριφορά τους και ίσως χρειαζόταν ένας Φελίνι για να αποδώσει μια κάποια εικόνα των προσώπων της ελίτ που έχουν χάσει πια την κοινωνική τους ισχύ και βρίσκονται εν ασθενεία χωρίς να τελειούνται…

Η πορεία προς το Χλεμποτσάρι είναι χωρίς απρόοπτα σύμφωνα με την αφήγηση. Το ίδιο και η παραμονή τους εκεί. Για τον παπά αναφέρουμε αρκετά στοιχεία στον «Ορέστη». Όπως και να το κάνουμε, ο παπα- Στρογγύλης,  ήταν προσωπικότητα που έκανε εντύπωση και στις δύο πλευρές της εποχής εκείνης.

Η Πολιτοφυλακή βρισκόταν τότε στο «σπίτι του Μπρούμα», αν δεν κάνω λάθος. Και διοικητής της υποδιεύθυνσης ήταν ο Σπύρος Αθανασίου Σπύρου, ανιψιός του γιατρού του Λεωνίδα Σπύρου που προαναφέραμε. Αξίζει να επισημανθεί ότι η Πολιτοφυλακή ακολουθώντας τη δομή της Χωροφυλακής διατηρεί στο Χλεμποτσάρι την υποδιεύθυνση ενώ στο Σχηματάρι ένα σταθμό. Τότε, εκτός του ότι το Χλεμποτσάρι ήταν του ίδιου μεγέθους με το Σχηματάρι, ήταν και δίπλα στον κεντρικό δρόμο που οδηγούσε στη Θήβα. Όσο και αν φαίνεται παράξενο, στη γεωγραφία του σημερινού ανθρώπου, το Σχηματάρι δεν ήταν τόσο κομβικό όσο είναι σήμερα. Ήταν στην άκρη και μόνο ο Σιδηρόδρομος και το αεροδρόμιο ανέβαζαν την αξία του.

Καθώς η φάλαγγα Μεταξά βαδίζει έξω από τα όρια του σημερινού δήμου Τανάγρας, αυξανόμενη και με άλλους ομήρους που συρρέουν, δίνουμε τον λόγο στην ίδια τη Λέλα Μεταξά, παραθέτοντας αυτούσιο του σχετικό απόσπασμα από το βιβλίο της.

 


Λέλα Μεταξά, Το ημερολόγιο της ομηρίας μου

(1989)

σελ. 39-50

….Μού ετοίμασαν ένα γαϊδουράκι, εις το οποίο εφόρτωσαν τις κουβέρτες μας και αναχωρήσαμε από μονοπάτι, ανάμεσα από δασάκι πεύκων, όπισθεν του Συκάμινου. Ψιχάλιζε και έκανε δυνατό κρύο. Όλες τις τελευταίες ημέρες δεν είχε εμφανισθή ο ήλιος. Με ακολουθούσε ο Ιωάννου με την ισχιαλγία του, που τον έκανε να υποφέρει πολύ.

Προχωρήσαμε προς το Σχηματάρι μέσα από χωράφια και συναντήσαμε μια αγροικία, ήτανε μια πραγματική όασις εκείνη την στιγμή για να καλυφθούμε για ολίγο από τον παγερό βοριά οπίσω από την μάνδρα. Μας προσέφεραν έκτακτο κρασί, ωμό κουνουπίδι και ψωμί. Όλα μας εφάνηκαν σαν να μας έπεφταν από τον ουρανό μαζί με την συμπάθεια που μάς προσεφέρετο. Τους αποχαιρετήσαμε και εξακολουθήσαμε τον δρόμο μας και εφθάσαμε κατά το μεσημέρι στο Σχηματάρι σε μια αποθήκη με τζάκι δίπλα στην Πολιτοφυλακή. Την προηγουμένη είχε παράσει η φάλαγξ του Στεφάνου, ο οποίος ήτο εύθυμος και ευχάριστος, όπως τον εγνωρίζαμε πάντοτε.

 

Σχηματάρι

Εμπρός στο τζάκι, καθισμένοι επάνω σε κασόνες, σε σπασμένα σιδηρικά, σε τάβλες, εζεσταινόμεθα με κλαριά που ανάβαμε. Σε λίγο ήλθαν διάφοροι ελασίτες, ένας παπάς οπλαρχηγός, ένας σιδηροδρομικός, ένας ιδεολόγος νεαρός διαφωτιστής και αυτός λεγόμενος αγράμματος. Γιατί μας είπε:

-          Δεν είχαν χρήματα να σπουδάσω, να πάω και εγώ στην Ευρώπη (φαίνεται ότι την Ρωσία την υποτιμούσε δεν την θεωρούσε σαν την Ευρώπη). Γιατί να μη μπορώ κι εγώ να ζήσω; Γιατί αυτή η διαφορά μεταξύ των ανθρώπων. Ο Ευγένιος του άνοιξε συζήτησι, αλλά καθένας έμεινε με τις ιδέες του – οι πεπεισμένοι εκ των προτέρων δεν πείθονται ποτέ και ιδίως τοιούτου είδους προπαγανδισταί. Μας εμοίρασε ψωμί ο σιδηροδρομικός και ελιές.  Ο ιταλός Μάριος επίσης μας παρηγορούσε, ότι αυτά έχουν οι επαναστάσεις.

Εμείναμε στην αποθήκη  έως τας εννέα το βράδυ. Απ’ έξω εμαίνοντο νεαροί ελασίται και πετούσαν πέτρες, τραγουδώντας. Εξαιρετικά θεάματα διασκαδάσεως δια τα χωριά. Οι μεγάλοι χωρικοί έμειναν άφαντοι στα σπίτια τους. Μου είχανε ειπή ότι θα μας ωδηγούσαν σε μια βίλλα στην έξοδο του χωριού, ωραιοτάτη και εκεί θα αναπαυόμεθα. Ετοιμασθήκαμε λοιπόν να κοιμηθούμε σε σπίτι επί τέλους. Εξεκινήσαμε, αλλά μόλις εβγήκαμε στο δρόμο πλήθος χαμίνια ξέσπασαν σε ύβρεις με:

-Προδότες. Κρεμάλα. Τσεκούρι. Σε εξώστη ξύλινο, υψηλά ήτανε μαζευμένοι η κρέμα των χωρικών ελασιτών, οι οποίοι μας εθεώντο από το ύψος των μεγάλων των προορισμών.

Επροχωρήσαμε με την συνοδεία έως το τελευταίο σπίτι του χωριού και εφθάσαμε στην προωρισμένη μας Βίλλα, με αρκετή περιοχή και η οποία θα υπήρξε σε καλή κατάσταση, με ωραίο κήπο. Ανεβήκαμε από μια μαρμάρινη σκάλα σε ένα χωλ αδειανό και σκονισμένο και βρώμικο, με ένα γύρω δωμάτια. Παραμέσα στενός διάδρομος, με την κουζίνα ευρύχωρη, με μεγάλο τραπέζι και αναμμένα φουρνέλλα με ξύλα, αντί τζακιού. Το συμπλήρωμα του σπιτιού απρόσιτο. Τι χρειαζότανε αφού υπήρχε ολόγυρα τόσος χώρος; Χάθηκε το ύπαιθρο;

Μαζευθήκαμε στο πρώτο δεξιό δωμάτιο της εισόδου με πάτωμα που θα ήτανε κάποτε παρκέ.  Ανέλαβαν οι κύριοι να το σκουπίσουν προχείρως, δια να στρώσωμε τις κουβέρτες μας ένα γύρω, και οπωσδήποτε αισθανθήκαμε μεγάλη ανακούφισι να βρεθούμε σε σπίτι, έπειτα από δεκαπέντε ημέρες, που σερνόμεθα σε τρώγλες και επάνω σε άχυρα.

Ένας κύριος γέρος Γεωργαντάς, γνωστός συνομήρου μας έσπευσεν να έλθη δια να ιδή τι χρειαζόμεθα.  Εζητήσαμε σκεπάσματα ζεστά και τίποτα φαγώσιμα και οι κύριοι τον παρεκάλεσαν δια κρασί, δια να ζεσταθούμε και να συνέλθωμε κάπως. Εμείναμε δώδεκα μετά τον χωρισμό από τους δυστυχισμένους μας συνομήρους που αγνοούσαμε την τύχη, και μόνο στην επιστροφή μας εμάθαμε κατά τον Φεβρουάριο.

Τα ζεστά σκεπάσματα έφθασαν και ένας ντενεκές γεμάτος κρασί κοκκινέλι εκλεκτό,  μαζί με ψωμί, αυγά, τυρί, ελιές, σπίρτα, σιγάρα και φως. Ήπιαμε, εφάγαμε και δεν έμεινε ούτε σταγόνα κρασί. Εκουβέντιασα με νέα παιδιά ελασίτας του χωριού, τα οποία μου είπαν, ότι δεν ήσαν κομμουνισταί, αλλά είχαν σκοτώσει Τσολιάδες, που τους επετέθησαν στο χωριό.  Αφού έφυγαν οι μικροί ελασίτες επέσαμε να κοιμηθούμε καθένας στην γωνιά μας ευρύχωρα και ζεστά σκεπασμένοι ευλογούντες τον κ. Γεωργαντά. Γλυκός ύπνος μας κατέλαβε και βαθύτατος.

Έξαφνα ακούω στο χωλ φωνές, φασαρία, ποδοβολητά, διαμαρτυρίες σαν ένα κακό όνειρο βοηθούντος και του κρασιού, με δυσκολία έπεισα τον εαυτό μου να σηκωθώ να ιδώ τι συμβαίνει έξω από το δωμάτιό μας. Το πανδαιμόνιο εξακολούθησε και μόλις άνοιξα την πόρτα, είδα ελασίτας με αρκετούς ομήρους, που προχωρούσαν προς το βάθος του σπιτιού, σε δωμάτιο απέναντι της κουζίνας, που ανέφερα ανωτέρω. Δεν είχα ανάγκη να ντυθώ, διότι ουδέποτε εγδυνόμεθα. Μόνον επρόφθασα να φορέσω τα παπούτσια μου, που ήτανε πάντοτε έτοιμα σε μια άκρη, πάντοτε σκεπασμένα, δια να μην μου τα κλέψουν σε καμμιά επίσκεψη ελασιτών απρόοπτη.

Πηγαίνω προς το δωμάτιο που κατέληξαν και αναγνωρίζω την αδελφήν του Σπέντζα του υπουργού με τον σύζυγόν της Φωτόπουλο και μου συστήνουν την γυναίκα και τον μικρότερο γυιο του Εξάρχου.

Οι άλλοι ήσαν άγνωστοι, αλλά ολιγώτερο υπομονετικοί από εμάς.

Εις τον Φωτόπουλο εδόθηκε ευκαιρία να δραπετεύση από την Καισαριανή με την γυναίκα του που είχαν εγκαταλειφθή  από τους ελασίτας και δεν το ετόλμησε. Το επλήρωσε αργότερα με την ζωήν του από περιπνευμονία. Ήτο πολύ αδύνατος άνθρωπος.

Αφού ομιλήσαμε αρκετά, εγύρισα στο δωμάτιό μας και εξύπνησα τον Έξαρχο, δια να μάθη την καλή είδησι. Η οικογένειά του προσετέθη από τότε στην ομάδα μας, λησμονώ πάντοτε να αναφέρω, ότι μαζί μας εξ αρχής ήτο και ο Καραβοκύρης, γείτονας και πολύ φίλος με τον Έξαρχο στην Κηφισιά, αλλά επέστρεψε μόνον ο Καραβοκύρης, ενώ ο Έξαρχος εξετελέσθη μέσα σε μια Εκκλησία, μαζί με άλλους και ο Καραβοκύρης, ο οποίος ήτο ξαπλωμένος κοντά του εσώθη ως εκ θαύματος, με μια κίνησι που έκαμε προς τα οπίσω έξαλλος από τον τρόμο του. Τον εθεώρησαν και αυτόν σκοτωμένο και τους εγκατέλειψαν εκεί τραπέντες προς βορράν επειδή επροχωρούσαν οι Άγγλοι με τάνκς.

Η ομάς πλέον από το Συκάμινο ωμομάσθη Μεταξά προς μεγάλο φόβο των συντρόφων μας, αλλά έτσι το ήθελαν οι ελασίτες.

Το πρωί εσηκωθήκαμε αρκετά αργά και έσπευσα προς τον διάδρομο, όπου ήτανε ένας μοναδικός νιπτήρ με άφθονο τρεχούμενο νερό από βρύση. Αυτό το λούσο είχε περισωθή στην βίλλα, αλλά πού να εύρω σειρά.  Η ίδια η φασαρία η βραδυνή δια το παραμικρό ζήτημα, δια το σαπούνι, δια το κτένι, και για κάθε μικρολεπτομέρεια. Άφησα να αραιώσουν και εκάθησα εις την κουζίνα επάνω στο μεγάλο τραπέζι, κοντά στη φωτιά, που άναβε ακόμη από την νύκτα. Έξω έβρεχε διαρκώς και το κρύο ήτανε δυνατό. Είμεθα στην 27ην Δεκεμβρίου. Εν τω μεταξύ επεσκέφθηκα αναγκαστικώς και τον κήπο μέσα στη λάσπη και τη βροχή, αλλά δε μου έκαμε και μεγάλη εντύπωσι, διότι από το Μπογιάτι, Αγιά Λεούσα, Συκάμινο είχαμε συνηθίσει αυτή την ιστορία. Εδώ τουλάχιστον δεν είμεθα τόσο περιωρισμένοι και εκινούμεθα ελεύθερα.

Πριν το μεσημέρι εμαζεύσαμε τα υπάρχοντά μας και εγυρίσαμε από τον κεντρικό δρόμο στην πολιτοφυλακή, χωρίς να μας ενοχλήση κανείς έως εκεί. Όλοι οι νεοαφιχθέντες έμειναν στην Βίλλα εκτός του Εξάρχου και κ. Φωτοπούλου. Νομίζω είχαν αφεθή ελεύθεροι. Στην πολιτοφυλακή ανεβήκαμε και εκαθήσαμε σε ένα μικρό δωμάτιο και ήλθε η γυναίκα του Κουτσούρη από τον Ωρωπό, δια να τον αποχαιρετήση, με αρκετές προμήθειες και ζεστά μάλλινα. Ήτανε πολύ συμπαθητική.

Ο Ευγένιος μόλις έπεσε να κοιμηθή τον προηγουμένη νύκτα ελησμόνησα να αναφέρω ότι τον επήραν μερικοί ελασίτες δια να επισκεφθή κάποιον εύπορο του χωριού που ασθενούσε και εκεί τον επεριποιήθηκαν πολύ και του έδωσαν διάφορα εκλεκτά να φάγη. Όλα τα σπίτια με τις εορτές ευρίσκοντο με τα απαραίτητα Χριστουγεννιάτικα γλυκίσματα και ψητά διάνους και χοιρινά, ώστε εγύρισε παρά το νυκτερινό ξεσήκωμα πολύ ικανοποιημένος.

Επέρασαν σχεδόν δύο ώρες και εδόθη η διαταγή να ετοιμασθούμε προς αναχώρησι. Πρωτού φύγωμε ο Ευγένιος  με επήρε στην κουζινίτσα, όπου σε ένα τραπεζάκι ηύρα ένα πιάτο τηγανιτά αυγά με χοιρινό κρέας και ψωμί απόλαυσι. Προήρχοντο από το σπίτι του ασθενούντος, οι οποίοι εσκέφθησαν να περιποιηθούν και εμέ. Εις την κουζίνα μάγειρος ήτανε ένας Ιταλός και ο Μάριος συμπατριώτης του. Τον τελευταίο τον έπιασαν, όταν γυρίσαμε στην πλατεία Συντάγματος. Ήταν και οι δύο τρομοκράται και παρίσταναν σ’ εμάς τους αγαθοτάτους ιταλούς, ενώ ο Μάριος ήτανε καθοδηγητής στην πραγματικότητα. Εμιλήσαμε ιταλικά και μου επανέλαβε ότι όλα θα περάσουν και δια τας επαναστάσεις.

-Io lo so bene non e la prima volta per me! Απάντησα.

[-Το ξέρω καλά, δεν είναι η πρώτη φορά για μένα!]


Σημείωση: Προφανώς εννοεί την μακράν ιστορία του Ιωάννου Μεταξά σε κινήματα και πραξικοπήματα, ιστορία που τελικά τον οδήγησε στην εξορία της Κορσικής, στο στρατοδικείο κ.α. Ο Στυλιανός Γονατάς γράφει στα απομνημονεύματά του εκείνο που οι νεομεταξικοί "ξεχνάνε": «Εις το Στρατοδικείον Αθηνών γίνεται κατ' αυτάς η δίκη του στρατηγού Βίκτωρος Δούσμανη και των αξιωματικών του Επιτελείου Ιωάννου Μεταξά, Ξενοφώντος Στρατηγού και Αθανασίου Εξαδακτύλου, επί προδοσία, ως παραδωσάντων το οχυρό Ρούπελ εις τους Γερμανούς και ως μεταδιδόντων εις αυτούς τας προθέσεις μας».


Εμπρός στην πολιτοφυλακή επερίμεναν δύο μεγαλόσωμα μουλάρια φορτωμένα και με τας αποσκευάς μας προς μεγάλη ανακούφισι του Ευγενίου, ο οποίος τα εσήκωνε στην πλάτη του συνήθως.

Όλοι προπορεύθησαν και εγώ επάνω στο μουλάρι ακολουθούσα από τον κεντρικό δρόμο έως το τέλος του χωριού. Μια γυναίκα με επλησίασε και μου επρόσφερε δυο ζευγάρια κάλτσες και μια φαντή ζεστή πολύχρωμη κουβέρτα. Την ευχαρίστησα με συγκίνησι. Μετά μερικές ώρες εφθάσαμε στο Χλεμποτσάρι, εμπρός σε ένα δίπατο σπίτι, που ευρίσκετο παραπλεύρως η Εκκλησία, υψηλότερα από το δρόμο, σε ένα επίπεδο ταράτσωμα.

 

Χλεμποτσάρι 

Στο σπίτι φυσικά ήτανε εγκατεστημένη η πολιτοφυλακή, η υποδοχή ήτανε παντού η ίδια. Εκαθήσαμε απάνω στις τυλιγμένες κουβέρτες μας και άλλοι κατά γης στην είσοδο του μαγαζιού. Οι συνοδοί μας ελασίτες επέστρεψαν στον τομέα τους διαρκώς μάς παρέδιδαν σε νέα πρόσωπα. Ένας ντόπιος κύριος ήλθε εκεί και μάς έδωσε ωραίο ψωμί και ελιές χωρίς να μιλήση σε κανένα, πολλές φορές ευρίσκαμε ξανθιά σταφίδα, το μερίδιό μου το άφηνα στον Ευγένιο, ο οποίος επειδή πεζοπορούσε είχε μεγαλυτέρα ανάγκη και συχνά φορτωμένος. Ο παπάς του χωριού νέου τύπου με κοντά μαλλιά, ξανθός, με γενάκι, μορφωμένος και συναγωνιστής έτυχε να είναι συμμαθητής του Σαλβαρλή. Μάς εξασφάλισε μόνον τον ύπνο και τον κίνδυνο περιπνευμονίας μέσα στην παγωμένη εκκλησία επάνω στις πέτρινες πλάκες, εκτός όσοι ή εχωρέσαμε στις ξύλινες εξέδρες των ψαλτών και του Δεσποτικού θρόνου. Δεν θα ξεχάσω ποτέ εκείνο το κρύο, έτριζαν τα δόντια μου και αισθανόμουν ρίγη σε όλο μου το σώμα. Απορώ πώς κανένα σπίτι δεν βρέθηκε να μάς τοποθετήσουν. Το χωριό εφαίνετο  ερημωμένο. Την επομένη κατέφθασε ένα καμιόνι γεμάτο κρατουμένους. Εκατέβηκαν προς στιγμή αλλά όταν εσήμανε η αναχώρησις, έσπευσαν να το καταλάβουν ολόκληρο.  Έτσι δεν έμεινε καμμιά θέσι για την ομάδα μας. Προς μεγάλη μου απελπισία αναγκάσθηκα και εγώ να περπατήσω. Είχα μείνει η μισή και αισθανόμουν μεγάλη αδυναμία. Ξεκινήσαμε όλοι μαζί δια τους Μουσταφάδες. Δεν απείχε πολύ. Ψιλόβρεχε και ο δρόμος ήτανε γεμάτος λάσπη και λάκκους νερού. Τα παπούτσια μου ευτυχώς ήταν ρόδα αυτοκινήτου σολιασμένα, ζεστά από καστόρι. Τα χρησιμοποίησα στην Κατοχή, δια να αντέχουν. Νεαροί ελασίται προπορεύοντο και διασκέδαζαν να σημαδεύουν πουλιά ίσος προς εκφοβισμό μας, δια να προχωρούμε ταχύτερα. Είχα μείνει τελευταία όπως πάντοτε με το μπαστούνι του Σεφέρογλου. Δεν με πίεζαν να βιαστώ πολύ. Εφθάσαμε στους Μουσταφάδες, όπου συναντήσαμε τους ομήρους του καμιονιού, μεταξύ των οποίων ήτο και ο υποδηματοποιός Σκορδίλης, της οδού Αιόλου και Σταδίου. Είχε αρκετά χρήματα μαζί του και από τους Μουσταφάδες βρήκε και ενοικίασε ένα κάρρο και με κάλεσε μαζί με άλλους έως τας Θήβας, όπου κατευθυνόμεθα. Εκάθησα δίπλα στον Σκορδίλη και τον καραγωγέα και με μία κοντά μου και μας προσέφερε διαρκώς διάφορα φαγώσιμα, αυγά, ψωμί, φρούτα, τα οποία αγόραζε από τα χωριά που περνούσαμε....





Ανδρέας Μούντριχας-Ορέστης τόμος 1ος 

                                                          Ανδρέας Μούντριχας-Ορέστης τόμος 2ος






Οι τελευταίες αναρτήσεις

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Αρχειοθήκη ιστολογίου