Κυριακή 28 Ιουλίου 2019

Σίφνος: «Δός μοι τούτον τον ξένον, τον εκ βρέφους ως ξένον ξενωθέντα εν κόσμω» Β'

Η τράπεζα του Προφήτη Ηλία του Ψηλού
(η φωτο απ' το διαδίκτυο, αγνώστου καλλιτέχνη)




Γιώργος Μιλτ. Σαλεμής



Στοπροηγούμενο κείμενο για την οντολογίατου Τ[ρ]όπου και της Σίφνου κατέθεσα την άποψη ότι Τ[ρ]όποι σαν την Σίφνο, είναι οντότητες κεκραμένες, όπου το υλικό κεράννυται με το άυλο, το θείο με το ανθρώπινο, το κτιστό με το άκτιστο. Οντότητες ζώσες και λειτουργούσες, με τις οποίες μπορεί, όστις αγαπά, να έρθει σε σχέση, ερωτική μάλιστα. Με την προϋπόθεση ότι ο Έρωτας είναι το καλό, το [ενδεχομένως] κυοφορούμενο μέσα μας, το οποίο δεν μπορεί να τεχθεί σε τόπο άσχημο και βρώμικο αλλά σε τόπο «καλό λίαν». Αν ο Έρωτας είναι τόκος του καλού εν τω καλώ, τότε, ναι, πράγματι, μπορεί να υποστασιαστεί και σε έναν τ[ρ]όπο, και οι ενέργειές του να είναι ενέργειες ανάμεσα σε ανθρώπους και τ[ρ]όπους.

Σε τούτον εδώ τον τ[ρ]όπο, της Ελληνίδας Ανατολής, δεν δίνουμε και πολύ μεγάλη σημασία στο τι είναι η ουσία, αν και από παλιά μαίνεται η «τιτανομαχία περί της ουσίας» και δεν έχει κοπάσει καθόλου. «Μία είναι η ουσία», αποφαίνεται ο Μανώλης Ρασούλη, «δεν υπάρχει αθανασία», ενώ άλλοι προσπαθούν να την προσδιορίσουν με καλές και κακές ...προθέσεις: παρ-ουσία, απ-ουσία, εξ-ουσία, συν-ουσία, περι-ουσία, μετ-ουσία, κατ' ουσία, ενώ τα άνοστα ή χωρίς νόημα πράγματα είναι αν-ούσια. Στην πραγματικότητα, και σε ...ουσιαστική αντίθεση με τους Δυτικούς, δεν μας ενδιαφέρει τι είναι η ουσία αυτή καθ' αυτή, δεν ασχολούμεθα μαζί της. Το μεράκι μας πέφτει στις υποστάσεις της και τις ενέργειές αυτών των υποστάσεων.

Ποια, π.χ., είναι η ουσία της Τέχνης; Μας νοιάζει; Έχει σημασία; Αντίθετα, η υπόσταση της Τέχνης, το έργο τέχνης, έχει και παραέχει σημασία. Ποια είναι η ουσία της μουσικής; Δεν μπορούμε ποτέ να την συναντήσουμε. Αντίθετα, οι υποστάσεις της μουσικής, τα μουσικά έργα, τα τραγούδια είναι εκείνα που εμείς αντιλαμβανόμαστε.

Οι ενέργειες του έργου τέχνης, βρίσκονται παντού γύρω, είναι ορατές, απτές, πρόσφορες για ψηλάφηση και εξερεύνηση. Είναι βασικά στοιχεία της σχέσης μας με το ίδιο το έργο και, μέσω αυτού, με τον καλλιτέχνη. Τον ξέρουμε τον καλλιτέχνη ή δεν τον ξέρουμε, ζει βιολογικά ή πέθανε, μικρή σημασία έχει, όταν σχετιζόμαστε με το έργο του και, για μεγάλες περιόδους, η ζωή μας περιστρέφεται γύρω απ' αυτό.

Γίνεται, δηλαδή, το έργο ένα κέντρο ενός «παράξενου ελκυστή», για να δανειστούμε τον όμορφο αυτό όρο από τη θεωρία του Χάους. Ελκόμενοι απ' αυτό το κέντρο, συστρεφόμενοι γύρω του, η αταξία μέσα μας μεταβάλλεται σε τάξη. Τακτοποιείται «κάτι» μέσα μας κι αυτό μας κάνει να νοιώθουμε ωραία. Όλο και περισσότερο τείνουμε, και θέλουμε να τείνουμε, προς το κέντρο που μας έλκει.

Η Σίφνος έχει αλλεπάλληλα τέτοια Κέντρα έλξης και μετατροπής του Χάους σε Τάξη, του ά-κοσμου της κοινωνίας και των ατόμων, σε κόσμιο. Της «ταραχής», [«έχουσι ταραχήν αι φύσεις βροτών»], σε ηρεμία, γαλήνη και ευπρέπεια. Η διάθεση, να μη πειράξεις τίποτα, να μη χαλάσεις ή βρομίσεις ή ταράξεις κάτι, να πατήσεις «στα νύχια», να βάλεις κάτι εκεί που το βρήκες, να καθαρίσεις ο,τι βρήκες λερωμένο, να σιάξεις κάτι που φαίνεται ότι έφυγε απ' τη θέση του, να συγυρίσεις, να ασπαστείς, να προσκυνήσεις, είναι έντονη όταν ψαχουλεύεις πόντο-πόντο το κορμί αυτής της άφατης ομορφιάς.

Κάποτε στη Χερρόνησο, πριν κάμποσα πια χρόνια, μου έδωσαν οι φίλοι μου μια βάρκα, μικρή, με κουπιά, και πήγα σιγά-σιγά σε κάτι απόμερα και ξεχασμένα ακρογιάλια, αριστερά όπως βγαίνουμε από τον βαθύ της κόλπο. Σε ένα απ' αυτά, το πρώτο πράγμα που ανακάλυψα ήταν μια μικρή πηγή, πάνω ακριβώς στα βότσαλα. Ήταν, όμως, λερωμένη με πλαστικά και άλλες βρομιές της θάλασσας, κάποιες πέτρες είχαν φύγει από τη θέση τους, και όλα πρόσβαλαν βάναυσα τους ανθρώπους εκείνους που καταπιάστηκαν κάποτε με αυτό τόσο μικρό και τόσο σημαντικό έργο, έσκαψαν και διευθέτησαν τη ροή του μικρού πόρου, έχτισαν ξερολυθιές για να μη γκρεμίσει, διαμόρφωσαν σκαλοπατάκια για να μπορούν άνθρωποι και ζωντανά να κατεβαίνουν να πίνουν, συμπληρώνοντας το έργο του Θεού έτι προς το ανθρωπινότερο. Παράτησα ο,τι άλλο είχα στο νου μου, το διάβασμα και το κολύμπι, και έπεσε «με τα μούτρα» στη μικρή πηγή. Να την καθαρίσω, να σιάξω τις πέτρες, να γίνει όσο το δυνατόν, σαν πρώτα.

Αργότερα, μου έλεγε ένας άλλος Σιφνιός ότι, πρώτη του δουλειά, όταν πάει στον Αη Γιώργη στη Φυκιάδα, είναι να ασχοληθεί με την φροντίδα και την περιποίηση της πηγής που βρίσκεται στον κόλπο αυτόν, απ' την αντίθετη μεριά της εκκλησίας και ακριβώς πάνω στην επιφάνεια της θάλασσας. Γι' αυτό είναι πάντα καθαρή και περιποιημένη, ασβεστωμένη και έτοιμη να δροσίσει τον επισκέπτη.

Τότε αντιλήφθηκα, πώς ο τ[ρ]όπος «υπαγορεύει», διδάσκει θα ήταν καλύτερα να πούμε, συμπεριφορά και ήθος στον ξένο άνθρωπο, εφόσον βέβαια κι εκείνος νοιώθει την αποξένωση που υπέστη, εκ βρέφους, από τον κόσμο τον κεκοσμημένο, απωλέσας το «πρωτόκτιστον κάλλος» και το «καθ' ομοίωσιν».

Είναι μεγάλα, μικρά, μικρότερα, νανο-μεγάλα, νανο-μικρά και νανο-μικρότερα, τα Κέντρα αυτών των «παρέξενων ελκυστών» της νήσου. Κλιμακώνονται σε άπειρα φράκταλς. Έχουν δε την ικανότητα, αυτές οι στιβάδες των «παράξενων ελκυστών», να αλλάζουν θέσεις μεταξύ τους, να αλλάζουν μεγέθη, διάταξη, σημασία, να αλληλοπεριχωρούνται, να αλληλομετατίθενται και να αλληλεπιδρούν.

Ο ελκυστής «Χρυσοπηγή», όλο τον χρόνο λειτουργεί στο «ρελαντί». Σιωπά σχεδόν, αφήνοντας τη θάλασσα και το φεγγάρι ν' ακούγονται περισσότερο. Για να φτάσουμε στην Ανάληψη, η οποία κάθε φορά βρίσκεται και σε διαφορετικό σημείο του ενιαύσιου κύκλου, αρχή καλοκαιριού για τέλος της άνοιξης, όπου η Χρυσοπηγή γίνεται το Μέγιστο Κέντρο, ο Ελκυστής των Ελκυστών, όλου του νησιού και όλων των Σιφνίων, επί τρεις μέρες.

Κάτι ανάλογο γίνεται στον κάβο του Αγίου Σώστη, στα μεταλλεία. Ή στον κάβο του Αγίου Φιλίππου, στην Παναγία Τόσο Νερό, κοκ.

Εδώ ταιριάζει μια σκέψη παλιά [2006], κάποιου που προσπαθούσε ν' αποκτήσει πρόσβαση στον τ[ρ]όπο του Προσώπου. Η αξία της έγκειται, κυρίως, στο ότι παρέχει πληροφορίες εκ του ίδιου του γεγονότος, είναι κάτι σαν ρεπορτάζ για το πώς ο τόπος διδάσκει τ[ρ]όπο:

«Σκέπτομαι...
μα τι άλλο θα μπορούσε να σημάνει τη σύναξη
τόσων ανθρώπων διαφορετικών τη συνάντηση
από όλα τα μέρη, απ' όλο τον Κόσμο
στην άκρη, στον κάβο
πάνω από το αρχαίο μεταλλείο
που καταβύθισε ο Απόλλωνας για την ιδιοτελή των Σιφνίων ασέβεια;

τι άλλο θα μπορούσε να σημάνει τη σύναξη
ανθρώπων ιλαρών τη συνάντηση
φιλοκαλούντων μετ' ευτελείας τα μέγιστα;

τι άλλο θα μπορούσε να εμπνεύσει
τους ψάλλοντες το "Φως ιλαρόν" εμφρόνως
ώρα του Θέρους αργαδινή
όπου το μπακίρι, του Ήλιου το χάλκωμα
υποδέχεται, ερυθριώντας
την επτάπεπλη Σελήνη
και κείνη
η λάγνα κόρη της Νυκτός
η πόρνη
να απεκδύεται
χρυσά και αργυρά και σμαραγδένια
όλα τα πέπλα της σαγήνης της
ίνα το πνεύμα μας περισπάσει
από της ζώσας ζωής τα αθλήματα

όπου η Θάλασσα μαίνεται
μένουσα "έξω", γύρω μας κι εντός μας
κάμπος στου Αγίου Σώζοντα το εικόνισμα
κλίμαξ στου Απροσίτου το σκήνωμα
το σεπτό, το γλαυκό και το Άχτιστο
μένοντας η Θάλασσα μαίνεται
βοώσα και ορίζουσα
προσάγοντας το Απρόσιτο
ανυμνούσα του βράχου το άβατον
στων υδάτων το παράφορο πάφλασμα

τι άλλο εκτός απ' την Αγάπη
ην στα μέρη τούτα τ' αρχαία
Θεόν καλούμε κι ονομάζουμε;

Η αρχαία Σίφνος είχε μεγάλο πλούτο που οφείλετο στα μεταλλεία χρυσού και αργύρου. Ο θησαυρός των Σιφνίων στο μαντείο των Δελφών, ήταν για τούτον τον λόγο, ο πιο πλούσιος. Εκεί μάλιστα ανατίθεται, για πρώτη φορά, η στήριξη της οροφής κτηρίου σε κόρες. Μετά θα έρθει και στο Ερέχθειον.
Οι Σίφνιοι, λοιπόν, έστελναν κάθε χρόνο, στο μαντείο, ένα χρυσό αυγό. Κάποια χρονιά όμως, θεωρώντας την τσιγκουνιά μαγκιά, δεν έστειλαν ένα ολόχρυσο αυγό αλλά ένα...επιχρυσωμένο!
Θύμωσε τότε ο Απόλλωνας και καταβύθισε την είσοδο του μεταλλείου κάτω από τη στάθμη της θάλασσας.
Αργότερα, εκεί στον ίδιο κάβο, στα ανατολικά, οι ευλαβείς Σιφνιοί, έκτισαν εκκλησία στη μνήμη του Αγίου Σώστη. Μα και πάλι, πριν μερικές δεκαετίες, η γη κατάπιε την εκκλησία.
Αυτό δεν πτόησε τους Σιφνιούς, οι οποίοι έκτισαν και πάλι το εκκλησάκι. Εκεί μαζεύονται την παραμονή της μνήμης του στις 6 Σεπτεμβρίου και πανηγυρίζουν.
Οδοιπορούν πλέον της μισής ώρας πάνω στο αρχαίο μονοπάτι, για να παραστούν στη λειτουργία, να φάνε, να πιουν και να χορέψουν, μετέχοντας ακόμα μία φορά στον “χωρο-χρονο-λειτουργικό εορτολογικό αλγόριθμο του Βυζαντινού Πολιτισμού”!
Κέντρο του εν Λόγω παράξενου ελκυστή, του τελεστή νοήματος,....η Αγάπη, ην στα μέρη τούτα τ' αρχαία Θεόν καλούμε κι ονομάζουμε.
Η Αγάπη για τη Φύση και για τους Ανθρώπους.
Αλλά και η Αγάπη για την Αιτία όλων αυτών που αναιτίως πρόκαμε και ποίησε!!!»

Άλλη μια ανταπόκριση από το ...παρελθόν και δείγμα για το πώς ο τόπος διδάσκει τ[ρ]όπο, είναι και τούτη:

«Στη Σίφνο, που λες, ένα από τα πολλά εκκλησάκια, είναι και η “Παναγία Τόσο Νερό”.
Για να φτάσεις εκεί περπατάς σ’ ένα μονοπάτι σχετικά εύκολο.
Στο δρόμο σου συναντάς αγριοκάτσικα, λόγγους με μικρούς θάμνους, πέρδικες που φτερουγίζουν φοβισμένες, μικρά δασάκια από κέδρους [φείδες], απίθανα τοπία άγριων βράχων και βέβαια την “αεροφωτογραφία” των Καμαρών, οι οποίες, κείτονται στα πόδια σου.
Φτάνεις στην Παναγία μετά από δύο ώρες, με μια γλυκιά κούραση, με την ευεξία της γερής άσκησης, με το μυαλό “επί πτερύγων ανέμων”, με την έγνοια του δίωρου, σκληρού πια, δρόμου της επιστροφής. Άλλοτε με τον ήλιο να σε καίει και άλλοτε με τον αέρα να σε μαστιγώνει, ίσως και με τη δίψα να σε παιδεύει, αν δεν οργάνωσες σωστά την πορεία.
Και κει ακριβώς γίνεται το θαύμα! Βλέπεις μπροστά σου ένα απίθανα όμορφο οικοδόμημα, ένα αρχιτεκτονικό κατόρθωμα, που συντελέστηκε σιγά-σιγά, με τη συνεργασία της Φύσης, των Ανθρώπων και του Θεού.
Σε ένα μικρό βουναλάκι πάνω, στέκει και αγναντεύει το πέλαγο, από τη μεριά της Μήλου, ποιος ξέρει πόσους αιώνες τώρα, μόνο του, υπομονετικό να φτάσει κάποιος πεζοπόρος, κάποιος κυνηγός, κάποιος βοσκός, και μια φορά το χρόνο ο Πανηγυράς, με τους φίλους του, να το πανηγυρίσουν.
Στέκουν εκεί, εκκλησία και κελλιά, με σχεδόν όλες τις πόρτες ανοιχτές. Με τις στέρνες γεμάτες νερό της βροχής και τα κουβαδάκια τους έτοιμα, με τον καφέ και τη ζάχαρη να σε τονώσουν και να σε φιλέψουν. Στέκει καθαρό ασβεστωμένο, λάμποντας και ακτινοβολώντας. Λιτό και απέραντα όμορφο σε αναλογίες, σε όγκους σε προσανατολισμό, στη κατάλληλη θέση για να σε προστατέψει από τη κακή στιγμή της Φύσης. Με τις καμπύλες και τις “ίσιες” γραμμές του να τέμνουν τον Ουρανό. Φτωχό, χωρίς καμία πολυτέλεια, με χώρους πολλούς όμως για να φιλοξενηθούν άνθρωποι για μια-δυο μέρες, να φάνε, να προσευχηθούν και να γλεντήσουν. Τράπεζες και πάγκοι, καζάνια μαγειρέματος, πετρογκάζ, γεννήτριες ηλεκτρικού, κρεβάτια και στρωσίδια.
Ακόμα λίγα εφόδια από το τελευταίο πανηγύρι, όπως κρασί, αλάτι, μακαρόνια. Λάδι, κεριά, φιτίλια, καρβουνάκια, λιβάνια, όλα στη θέση τους. Και τα βιβλία τα εκκλησιαστικά επίσης.
Τότε είναι λοιπόν, που γίνεσαι Άλλος άνθρωπος και το θαύμα ολοκληρώνεται!
Δεν τη χωράει ο νους, όλη αυτή την ομορφιά και σου”φεύγει” να γλιτώσει.
Θέλεις αμέσως να ξαπλώσεις στις ζεστές πλάκες της αυλής του, να ξεκουραστείς.
Θέλεις να το αγγίξεις με τις άκρες των δακτύλων σου, απαλά, να το χαϊδέψεις.
Θέλεις να βγάλεις νερό από τη στέρνα να ρίξεις με δύναμη απάνω σου.
Να περπατήσεις ξυπόλυτος,να λιαστείς στις πεζούλες του.
Θέλεις να το κοιτάς με τις ώρες.
Να το εξερευνήσεις.
Να βρεις τα μυστικά του που σίγουρα υπάρχουν. Τις μικρές αυτές λεπτομέρειες, δηλαδή, που το ζωντανεύουν, το κάνουν μοναδικό για σένα που αφέθηκες στο κάλλος του.
Θέλεις να το συγυρίσεις, να το φροντίσεις και συ, ν’ ανάψεις τα καντήλια, να λιβανίσεις, να ακουστεί η ψαλμωδία σου στο αρχαίο ιερό.
Θέλεις να σκεφτείς πράγματα σπουδαία και όμορφα, να εμβαθύνεις στα μυστικά της Ζωής και στο νόημά της, να κατανοήσεις δύσκολα προβλήματα της σκέψης.
Και βέβαια, θέλεις να ερωτευθείς. Εκεί στην αυλή του Κέντρου της Γης. Στην αυλή της Θάλασσας και του Ουρανού.
Και όταν έρθει η ώρα να φύγεις θα είσαι άτυχος αν δεν βουρκώσουν τα μάτια σου, αν δεν κλάψεις από την ευτυχία που συνάντησες μπροστά σου.
Δεν υπάρχει περίπτωση βέβαια να μην ορκιστείς ότι δεν θα το ξεχάσεις ποτέ. Δεν υπάρχει περίπτωση βέβαια, να μην ορκιστείς ότι θα έρθεις πάλι. Δεν υπάρχει περίπτωση να μην ορκιστείς ότι μέχρι τότε, θα το έχεις μέσα στη ψυχή σου φυλαχτό.
Δεν σου έχει ζητήσει τίποτα! Και όμως στα έχει δώσει όλα! Αμέσως, με τον πιο γενναιόδωρο τρόπο, χωρίς καλά-καλά να το περιμένεις. Μόνη προϋπόθεση της δωρεάς: να μπεις στον κόπο να πας σιμά του!

Κυριακή 21 Δεκεμβρίου 2003»


Κάθε χωριό έχει και τον δικό του μικρότερο ελκυστή. Στη συγκεκριμένη ώρα όμως γίνεται κι αυτός μέγιστος. Μετά ησυχάζει. Δίνει τη θέση του σε μικρότερους, «οικογενειακούς» ελκυστές, οι οποίοι υψώνονται με τη σειρά τους και γεμίζουν τα κενά ανάμεσα στα μεγάλα πανηγύρια των πολιούχων των οικισμών. Είναι οι εκκλησίες και οι άγιοι που προστατεύουν οικογένειες και αδελφότητες. Και τέλος, είναι οι ελκυστές των προσώπων, οι ονομαστικές εορτές, που γεμίζουν τάξη τα κενά ανάμεσα στις γιορτές των κοινοτήτων και των αδελφοτήτων, της συλλογικές γιορτές. [Για τον Ελλήνων τις Γιορτές εδώ]

Εκεί, ανάμεσα σ' αυτές, άλλοι ελκυστές, μη περιοδικοί όμως, έκτακτοι και μοναδικοί, συνδέουν το ατομικό με το συλλογικό, το πρόσωπο του ατόμου με το Πρόσωπο του Τ[ρ]όπου. Είναι οι γάμοι, οι βαπτίσεις και οι κηδείες. Όλες γιορτές με κοινή ουσία και ξεχωριστές μοναδικές και μη επαναλαμβανόμενες υποστάσεις που ενεργούν το κάλλος και την ευπρέπεια, την ομορφιά και την καλοσύνη ως αντίδοτα του χάους, της έριδας, του ανταγωνισμού. Ως αντίδοτα στις φυγόκεντρες τάσεις της κοινωνίας που απειλούν και καιροφυλακτούν να την μετατρέψουν σε σωρούς ερειπίων.

Δεν ξέρουμε, λοιπόν, ποια είναι η ουσία της μετα-φυσικής της Σίφνου. Τι λογής είναι και από τι «αναλογίες» υλικού και αΰλου, κτιστού και ακτίστου, αποτελείται. Και ούτε έχει και καμιά σημασία να το ψάξουμε ή να το ψειρίσουμε. Εκείνο που έχει σημασία είναι ότι τω όντι υπάρχει, υποστασιάζεται στους ελκυστές του «χρονολειτουργικού εορτολογικού αλγόριθμου του βυζαντινού πολιτισμού», ενεργεί μέσω αυτών έτσι ώστε να έλκει τους πάντες και κυρίως τον ξένο, τον, εκ βρέφους, ξενωθέντα του κόσμου, και να τους διδάσκει τον τ[ρ]όπο της.

Υπάρχει η μετα-φυσική οντότητα της Σίφνου, έστω κι αν δεν είναι ορατή στο καθένα επιπόλαιο όμμα. Υπάρχει όπως υπάρχει η «σκοτεινή ύλη», ή μάλλον, η «σκοτεινή ενέργεια». Επηρεάζει, ενεργεί, μπορεί ακόμη και να μετρηθεί, να υπολογιστούν οι επιδράσεις της, αλλά κανείς δεν μπορεί να πει πια είναι η ουσία της.

Την ύπαρξη της μετα-φυσικής οντότητας της Σίφνου, όμως, μπορούμε να την διαπιστώσουμε και με διαφορετική μέθοδο. Αυτή η ουσία που λάμπει εδώ με την αόρατη παρ-ουσία, λάμπει και αλλού με την ορατή απ-ουσία! Λάμπει με την διαπίστωση της ανυπαρξίας μετα-φυσικής οντότητας σε άλλους τόπους, όπου δεν υπάρχει τρόπος, ούτε οδός, ούτε κλειδί, για να περάσει κανείς στα ενδότερα δώματα. Και αν υπάρχουν μερικά ακόμη, κι αν δεν έχουν καταρρεύσει από τις υπερμεγέθεις υπερκατασκευές της ανθρώπινης ταραχής, της οίησης και της αλαζονείας, του εγωκεντρισμού και της αμετροέπειας, αυτά τα δώματα βρίσκονται στα έγκατα. Είναι κάτι σαν τις κατακόμβες, τόποι νεκροί, κατοικίες νεκρών. Ο,τι πιάνει το χέρι τους «χους ει και εις χουν απελεύσει»!

Δείτε όμως τι γίνεται στη Σίφνο. Στις εκατοντάδες και χιλιάδες, μέσα στους αιώνες, πληγές που αφήνει η εντροπία, πόσο αρμονικά παρεμβαίνει ο άνθρωπος και πώς αντιστρέφει την φθορά και την κίνηση από τη ζωή στο θάνατο. Δείτε μια οποιαδήποτε παλιά εκκλησία, ή μονοπάτι, πετζούλα, πηγάδι, καμίνι, βρύση, στέρνα, θεμωνιά. Δείτε πόσο ταιριαστές, αρμονικές, ήπιες, είναι οι σωστικές παρεμβάσεις, οι οποίες απ' τη μια σώζουν το έργο από την κατάρρευση και από την άλλη το ομορφαίνουν, δίνοντάς τους διαστάσεις που δεν είχε στα νιάτα του. Χωρίς, όμως, να αναιρούν και την μεγαλοπρέπεια της ηλικίας του. Κάτι τέτοιο, δεν μπορεί να γίνει και δεν γίνεται εκεί όπου απουσιάζει η μεταφυσική του Κάλλους για την οποία κάνουμε λόγο με αφορμή τη Σίφνο.

Δείτε τα τοιχία αντιστηρίξεως που προστέθηκαν αργότερα σε κάποια εκκλησία που «άνοιξε». Τα σκαλοπάτια που προστέθηκαν για να διευκολύνεται το ασβέστωμα του τρούλου και των άλλων υψηλών σημείων, ωστόσο γίνανε στοιχεία της αρχιτεκτονικής μορφής. Τα μνήματα που ενσωματώθηκαν στις εκκλησίες, στις μάντρες τους και στα κυπαρίσσια τους καθώς, οι Σιφνιοί, άργησαν να εγκαταλείψουν την παλιά τους συνήθεια να ενταφιάζουν τους νεκρούς τους μέσα κι έξω απ' τις εκκλησίες και όχι σε νεκροταφεία. Τα πηγάδια που ενσωματώσανε γούρνες του πλυσίματος και του ποτίσματος. Τις θεμωνιές που «εντοιχιστήκανε» στις πετζούλες ή ενταχθήκανε στις ισοϋψείς καμπύλες του "βραχώδους παραδείσου". Πηγές που αγιάσανε και εξελίχθηκαν σε εκκλησίες και εκκλησίες που επεκτάθηκαν και ενσωμάτωσαν πηγές και πηγάδια.

Δείτε αυτή τη καθολική τάση των ανθρώπων του νησιού να κοσμούν τον τ[ρ]όπο τους με κάθε ευκαιρία, με μικρές αλλά και μεγάλες πράξεις λατρείας. Από τους αρμούς στα πλακόστρωτα μέχρι τους κάβους, τα βουνά και τα «πουλιά» που φτιάχνουν το Πάσχα. Αδιαφορώντας για το κόστος και το τίμημα, αναιρώντας την ανάγκη ως αιτία και βάζοντας στη θέση της την Ελευθερία! Σαν εκείνη την δέσποινα του «μεσαίωνα» που όταν την ρωτούσαν γιατί δίνει τόσα λεφτά για να φτιάξει τον Θεολόγο, εκείνη απαντούσε: «Μον γκου»! [mon gout = γούστο μου, εξ ου και «Θεολόγος του Μογκού»]



Οι τελευταίες αναρτήσεις

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Αρχειοθήκη ιστολογίου