Πώς παραχαράσσεται η ιστορία «εν επισήμω τελετή και δημοσία δαπάνη»
Γιώργος
Μιλτ. Σαλεμής
Κάθε φορά
που τυπώνεται, ή δημοσιεύεται στο
Διαδίκτυο, ένα βιβλίο, ο κάθε φιλομαθής
άνθρωπος χαίρεται. Πολύ περισσότερο
χαίρονται εκείνοι που ασχολούνται με
παρόμοιο, εκείνου του βιβλίου, θέμα.
Αυτό ισχύει ακόμα περισσότερο για τους
μελετητές της Ιστορίας. Ένα καινούργιο
βιβλίο για την ιστορία είναι έτοιμη
δουλειά, έτοιμο υλικό, το οποίο μπορεί
να χρησιμοποιηθεί άμεσα είτε για να
επαληθεύσει τις υπάρχουσες προσεγγίσεις
είτε να τις διαψεύσει.
Έτσι,
λοιπόν, και ο υπογράφων το κείμενο
ετούτο, περίμενε με χαρά και ανυπομονησία
το από πολλών ετών κυοφορούμενο και θρυλούμενο πόνημα του Βαγγέλη Δ.
Μαντή, Σχηματάρι 1382 – 1960, εκδ Δήμος
Τανάγρας. Όταν δε μαθεύτηκε ότι επιτέλους
η έκδοση γίνεται με την αιγίδα του Δήμου
Τανάγρας, χάρηκα διπλά. 1) Γιατί με μια
τέτοια χρηματοδότηση, το βιβλίο ήταν
ζήτημα χρόνου πια για να τυπωθεί, αφού
δεν είναι εύκολη μια έκδοση που εκ του
θέματός της δεν έχει εμβέλεια πέρα από
τους κατοίκους, και όχι όλους, ενός
τόπου. 2) Γιατί ο Δήμος, και όλη η περιοχή,
χρειάζεται ένα εγχειρίδιο ιστορίας που
να συνοψίζει και να ταξινομεί τα στοιχεία
της ιστορίας της μικρής πατρίδας.
Ταυτόχρονα θα λειτουργεί σαν ένα είδος
επισκεπτηρίου για κάθε άνθρωπο που
έρχεται σε επαφή με τον τόπο.
Στα πλαίσια
αυτά ενεργώντας, φρόντισα εγκαίρως να
θέσω στη διάθεση των ερευνητών της
ιστορίας του τόπου μας τα συμπεράσματα
της δικής μου ανεξάρτητης έρευνας.
Εξέδωσα δηλαδή το δικό μου βιβλίο ήδη
από το 2014, ενώ, μετά το 2016, δημοσίευσα,
στο προσωπικό μου μπλογκ «Νυν & Αεί»,
ένα πλήθος στοιχείων, αρκετών χιλιάδων
λέξεων, και για την γενικότερη ιστορία
του χώρου, και για τα ειδικά θέματα που
άπτονται της ονοματολογίας και της
καταγωγής του Σχηματαρίου. Εκτός αυτού,
διέθεσα μερικές ώρες, σε προσωπικές
συζητήσεις με τον ίδιο τον συγγραφέα,
για να του αναπτύσσω τις απόψεις μου
πάνω στα ζητήματα που μου έθετε, αφού
εγώ είχα την τύχη να προηγηθώ στην έκδοση
του βιβλίου μου. Έσπευσα δε να συγχαρώ
εγκαρδίως, τόσο τον συγγραφέα όσο και
τον Δήμαρχο για την έκδοση. Στον δεύτερο
δε, διατύπωσα την προτροπή μου να
προχωρήσει και στη στήριξη του δευτέρου
βιβλίου του Β. Μαντή, αυτό που αφορά τις
Γενεαλογίες των παλιών Σχηματαραίων.
Να
ξεκαθαρίσουμε, λοιπόν, από την αρχή ότι
μια έκδοση τέτοια ήταν απαραίτητη και
ευπρόσδεκτη, ιδιαίτερα για μένα.
Με έκπληξη
όμως διαπίστωσα ότι ο συγγραφέας όχι
μόνο αγνοεί τα υπάρχοντα ιστορικά
στοιχεία και συμπεράσματα, άλλωστε δεν
αγνοεί μόνο τα δικά μου, αλλά και προχωράει
σε παραχάραξη σημαντικών στοιχείων και
τεκμηρίων που αφορούν την προέλευση
τόσο του ονόματος «Σχηματάρι», όσο και
των κατοίκων του.
Δεν θα
προχωρήσω σήμερα σε μια γενικότερη
κριτική του βιβλίου. Κάτι τέτοιο είναι
αδύνατον να χωρέσει σε ένα μόνο κείμενο.
Θα χρειαστεί να επανέλθω. Σήμερα θα
διατυπώσω τις ενστάσεις και τις σφοδρές
αντιρρήσεις μου στο ζήτημα εκείνο που
θίγεται στις πρώτες σελίδες του βιβλίου,
προηγείται των άλλων και αποτελεί μια
καταφανώς παραχάραξη των δεδομένων.
Οφείλω να μιλήσω γιατί αλλιώς θα είναι
σαν να συνεργάζομαι στην παραχάραξη,
αφού είμαι ο μόνος που έχει ασχοληθεί
διεξοδικά με το θέμα και έχω προσκομίσει
πλήθος στοιχείων και συλλογισμών. Είμαι
άλλωστε ο πρώτος και μόνος στο Σχηματάρι
που υποστήριξε με στοιχεία ότι το
Σχηματάρι είναι πολύ παλιό χωριό και
όχι τόσο νέο όπως συνήγαγαν μερικοί
ακούγοντας τους «μνήμονες» του τόπου
χωρίς να ψάχνουν τη βιβλιογραφία.
Πόθεν
λοιπόν το «Σχηματάρι» και πόθεν οι
Σχηματαραίοι;
Στο βιβλίο
μου, Παράξενοι φτωχοί Στρατιώτες-
Θαυμαστά στοιχεία της Αρβανίτικης
στρατιωτικής παράδοσης των Ελληνικών
Κοινών, εκδ. Αλφειός, 2014, στο Παράρτημα
σελ. 334-338, παρουσιάζω πέντε εκδοχέςi.
[...(1) Ότι
προέρχεται από το όνομα του οικιστή
του, όπως και τόσα άλλα ονόματα χωριών.
(2) πως προέρχεται από το ότι «σχηματίστηκε»
ο οικισμός από άλλους μικρότερους. (3)
ότι «Σχηματάρης» ήταν τίτλος τιμής για
τον καλύτερο αγγειοπλάστη της Τανάγρας
που διαρκούσε έναν χρόνο και μέχρι να
αναδειχθεί ο επόμενος.ii
(4) πως προέρχεται από παλαιότερο τοπωνύμιο
που σχετίζεται με την ύπαρξη των εκκλησιών
του Αγίου Ιωάννη του Πρόδρομου και της
Αγίας Παρασκευής. Κάτι σαν τόπος
προσκύνησης… Σχηματάρι όπως λέμε
Προσκυνητάρι ή ακόμη και από το «σχηματισμό
λιθοσωρού» εις ανάθεμα του εχθρού. (5)
«Scimitar» είναι η άλλη λέξη για το «γιαταγάνι».
«Γιαταγάνια» είναι μια πλειάδα κυρτών
σπαθιών. Κάποιοι περιλαμβάνουν και την
«πάλα», το σπαθί, όπως αναφέρεται στις
διηγήσεις των αγωνιστών του ’21. Το κάθε
είδος «Scimitar» έχει και το δικό του όνομα.
Συνήθως αντιστοιχεί και σε διαφορετικό
πολεμικό λαόiii.
Απ’ την αρχή λέμε πως το μόνο στοιχείο
που συσχετίζει το σπαθί-Scimitar με το χωριό
είναι το όνομα: οι αναφορές των απογραφών
στο χωριό ως «Σκιματάρι» μας θυμίζουν
το Scimitar. Το θέτουμε υπόψη των αναγνωστών,
ώστε κάποιος, κάποτε, να τεκμηριώσει ή
να απορρίψει τον συσχετισμό...]
Εν τω
μεταξύ, κατατέθηκε στο Ιόνιο
Πανεπιστήμιο, το 2017, η διδακτορική
διατριβή της κυρίας Κατερίνας Β. Κορρέ,
με τίτλο «Μισθοφόροι stradioti
της Βενετίας. Πολεμική
και κοινωνική λειτουργία (15ος – 16ος
αιώνας)» στην οποία, μεταξύ απείρων
άλλων θαυμαστών στοιχείων που διορθώνουν
και συμπληρώνουν σε ανώτερο επίπεδο το
έργο του Σάθα, γίνεται σαφώς λόγος (σελ
390) για το σπαθί των Στρατιωτών, με το
όνομα scimitara, από
την ανατολίτικη προέλευσή του, ενώ
παρατείθεται και η σχετική σημείωση:
[Le scimitare sono terribili spade senza alcun fallo = οι σκιμιτάρες είναι, αδιαμφισβήτητα, φοβερές σπαθάρες!, Delle memorie
di Filippo di Comines, σ. 510.] Όλα αυτά τα νεώτερα
τεκμήρια ενισχύουν την εκδοχή (5), να
πήρε, δηλαδή, το όνομά του το χωριό από
το χαρακτηριστικό σπαθί των Στρατιωτών
που προνοιάστηκαν στην περιοχή.
Τότε,
στους «Στρατιώτες» μου, έγραφα για το
όνομα του χωριού τα εξής:
[...Η
πρώτη εκδοχή έχει τη βάση της. Μπορεί ο
οικιστής του να λεγόταν Σχηματάρης,
αλλά σαφώς δεν πρόκειται για τον Γεώργιο
Σχηματάρη, όπως επικράτησε να πιστεύεται
για αρκετό καιρό. Ο Γεώργιος Σχηματάρης
ήταν από το Ναύπλιο και εμφανίζεται στα
αρχεία της Βενετίας το 1541, εκατόν εξήντα
χρόνια μετά την ίδρυση του χωριού. Αυτό
δεν σημαίνει ότι τα δυο ονόματα είναι
άσχετα. Μπορεί κάποιος Σχηματάρης να
ήταν από το Σχηματάρι, και μετά να
εγκαταστάθηκε στο Ναύπλιο. Μπορεί να
έφυγε από το Σχηματάρι νέος, να πήγε στο
Ναύπλιο, και με την παράδοση του Ναυπλίου
να πήγε στη Βενετία. Στην Κύπρο πάντως,
μέχρι τώρα, δεν εμφανίζεται. Αντίθετα,
υπάρχουν ενδείξεις ότι υπηρέτησε στην
Κέρκυρα ίσως και στην Κρήτη
Το
ότι δεν υπάρχει, από όσα ξέρουμε, σήμερα
στην Ελλάδα οικογενειακό όνομα
«Σχηματάρης» μάς κάνει να τείνουμε να
πιστέψουμε πως επρόκειτο για παρατσούκλι
του συγκεκριμένου πολεμιστή, το οποίο
μπορεί να οφείλεται τόσο στην καταγωγή
του από τον ομώνυμο χωριό όσο και στη
φιλαρέσκειά τουiv.
Αν
ήταν οικογενειακό όνομα, τότε σίγουρα
θα υπήρχαν αδέρφια ή παιδιά με το ίδιο
όνομαv.
Η παρουσία του, τόσο στην ιστορία της
εποχής αυτής όσο και στη μετέπειτα
ειρηνική ζωή των Στρατιωτών, στην Ελλάδα
και στην Ιταλία, θα ήταν εμφανής.
Η
δεύτερη εκδοχή του «σχηματισμού» πρέπει
να απορριφθεί. Η προφορική παράδοση
είναι σωστή. Όντως, από τους μικρούς
οικισμούς σχηματίστηκε το μετέπειτα
Σχηματάρι. Αλλά αυτό έγινε αργότερα.
Στα αρχεία αναφέρεται ρητά η ταυτόχρονη
ύπαρξη του Σχηματαρίου και των άλλων
οικισμών, οι οποίοι αργότερα συμπτύχθηκαν
στο Σχηματάρι.
Η
τρίτη εκδοχή, η προερχόμενη από την
Τανάγρα, δεν έχει κάτι από το οποίο
μπορούμε να πιαστούμε για να τη
θεμελιώσουμε. Στην αγγειοπλαστική όντως
υπάρχει η έννοια του «πήρα το σχήμα»,
αλλά δεν μπορεί να μας πει κανείς, προς
το παρόν, πώς αυτό σχετίζεται με τον
τόπο και την πηγή που το αναφέρει. Στο
Σχηματάρι άλλωστε δεν υπάρχει ίχνος
αγγειοπλαστικής παράδοσης.
Αναλόγως
σκεπτόμαστε και για την τέταρτη εκδοχή.
Και στην εκκλησία υπάρχει το «κάνω το
σχήμα» (=προσκυνώ), αλλά αν δεν υπάρχει
συγκεκριμένη αναφορά δεν μπορούμε
θεωρήσουμε την ερμηνεία αυτήν πιθανή.
Παραμένει μία ακόμη εικασία. Έτσι κι
αλλιώς πάντως, όλα τα στοιχεία συνηγορούν
ότι το Σχηματάρι, μαζί με τα 24 χωριά της
πρώτης εγκατάστασης, συμπληρώνει, το
2012, εξακόσια τριάντα χρόνια ζωής. Στο
πρωτογενές υλικό της σύνταξης του J.
Bintliff, το Σχηματάρι αναφέρεται ως εξής:
1466, 7 σπίτια. 1536, 7 σπίτια. 1521, 64 σπίτια.
1540, 68 σπίτια. 1570, 47 σπίτια. 1642, 27 σπίτια.
Και με τις εξής παραλλαγές του ονόματος:
Skymitari, Iskimtar, Iskimitar. Επίσης, απογράφονται
το 1570 στο Σχηματάρι, τρία μοναστήρια:
του Αγίου Νικολάου, του Papa-Gramatiko και της
Παναγίας. Είναι εύκολο για τα δύο να
συμπεράνουμε πως πρόκειται για τον
γνωστό μας Αϊ-Νικόλα και την «Παλιοπαναγιά»
(Συρ-Μαρία). Άγνωστο παραμένει το
Papa-Gramatico...]
Αυτά
λοιπόν έγραφα το 2012 και είναι ήδη
δημοσιευμένα, από τον Νοέμβριο του 2014,
αναλυμένα και συζητημένα στην παρουσίαση
του βιβλίου μου στο Σχηματάρι, τον Μάιο
του 2015, στην οποία ο Βαγγέλης μού έκανε
την τιμή να παρευρεθεί και να μιλήσει.
Αντί
όμως οποιασδήποτε σοβαρής συζήτησης
επάνω σ' όλα αυτά, επικαλούμενος τον Κ.
Μπίρη και το έγγραφο της Βενετίας για
τον Γεώργιος Σχηματάρι, όπου τάχα
αναφέρεται ως αρχηγός φάρας, κατασκευάζει
εκ του μηδενός τη θεωρία περί καταγωγής
των Σχηματαραίων από τη φάρα του
Σχηματάρη(!)
Επ'
αυτού παρατηρούμε τα κάτωθι:
- ΠΟΥΘΕΝΑ ο Μπίρης δεν αναφέρει τον Γεώργιο Σχηματάρη ως αρχηγό φάρας. Τον αναφέρει ως Στρατιώτη σε ΔΥΟ (2) περιπτώσεις. Στη μία αναφέρει την ετυμολογία του ονόματος αυτού, πράγμα που κι εγώ επιβεβαιώνω με την παραπομπή στο Λεξικό Χριστοφορίδου. Και δεν τον αναφέρει ο Μπίρης, τον Σχηματάρη, ως αρχηγό φάρας διότι έχει διαβάσει το έγγραφο στο οποίο αναφέρεται ο Σχηματάρης μεταξύ άλλων Στρατιωτών που πολέμησαν στο Ναύπλιο και όχι ως αρχηγός φάρας. Ο Μπίρης ΔΕΝ δημοσιεύει το εν λόγω τεκμήριο.
- Το τεκμήριο των Βενετικών αρχείων για τον Γεώργιο Σχηματάρη το δημοσιεύω εγώ, για πρώτη φορά ολόκληρο και μεταφρασμένο. Το έγγραφο αυτό το διάβασα αυτοπροσώπως και το ανέλυσα παρουσία του Βαγγέλη στην προαναφερθείσα παρουσίαση του βιβλίου μου στο Σχηματάρι. Είναι δε το εξής:
ΤΟ ΕΓΓΡΑΦΟ
ΤΗΣ ΣΙΝΙΟΡΊΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΓΙΏΡΓΗ ΣΧΗΜΑΤΆΡΗ
4 ΙΟΥΝΊΟΥ 1541
Σύμβουλοι,
περί
τους 15, σοφοί συμβουλάτορες, του Τάγματος
και 5 κορυφαίοι σοφοί (γερουσιαστές)
Ναυπλιώτες.
Πολλοί εκ των
στρατιωτών που απεστάλησαν στην Κέρκυρα,
τις προηγούμενες ημέρες παρέμειναν
κάποιοι, οι οποίοι λόγω της ανδρείας
τους και των ανδραγαθημάτων των
φονευθέντων συντρόφων τους, στην υπηρεσία
μας στην πόλη της Νάπολης της Ρωμανίας
(Ναύπλιο) κατά τη διάρκεια της πολιορκίας,
έχοντας επίσης ο καθένας απ’ αυτούς
αφήσει την περιουσία του, ώστε να
συνεχίσει την καλή αφοσίωση του προς
τη Σινιορία μας, αποτελεί δίκαιη πράξη
να βραβευθούν για το πατριωτισμό τους
ανταμοιβόμενοι για τις περιουσίες που
εγκαταλείφθηκαν ώστε να ζήσουν
αισθανόμενοι τη χάρη που τους κάνουμε.
Όμως όσον αφορά την επιχορήγηση που
δίνει το Συμβούλιο στους εγγεγραμμένους
Αρβανίτες και Στρατιώτες θα ειπωθεί
παρακάτω και πρώτον:
Προς τον ανδρείο
Λέκκα Μπαρμπάτη, αδελφό του Δόμινου
Αυγουστίνου Μπαρμπάτη, κυβερνήτου,
συνιστάται χορήγηση προς πληρωμή
δουκάτων 5 και πληρωμές 8 ετησίως διά
βίου.
Προς τον ανδρείο
Τζώρτζη Μπαρμπάτη χορήγησις εκ δουκάτων
5 για αμοιβή και πληρωμές 8 ετησίως διά
βίου.
Προς τον ανδρείο
Πρόγανο Μπεδένη γνωστό ως Γκίνη, χορήγηση
δουκάτων 5ως αμοιβή και πληρωμές 8 ετησίως
διά βίου.
Προς τον ανδρείο
Τζώρτζη Σχηματάρη χορήγηση δουκάτων 4
ως αμοιβή και πληρωμές 8 ετησίως δια
βίου.318 Με τη υποχρέωση όμως για τους
τέσσερις προαναφερθέντες επιχορηγηθέντες
να κρατούν ένα καλό άλογο έκαστος για
(ενδεχόμενη) υπηρεσία προς την Σινιορία
μας, και εάν δεν υπηρετήσουν με άλογο
να έχουν τέσσερα δουκάτα ετησίως σύμφωνα
με τα συνηθισμένα, οι οποίες χορηγίες
θα τους δοθούν από τα χρήματα της
αποταμίευσης που κατά καιρούς αποστέλλονται
για το σύνταγμα μας της Κρήτης, στην
Κέρκυρα για τη πληρωμή της Στρατιάςvi.
Ομοίως προς τον Πέτρο
Σόιχα να δοθεί χορήγησις 4 δουκάτων για
αμοιβή και πληρωμές 4 ετησίως.
Ομοίως προς τον Πέτρο
Μπαρμπάτη να αποδοθεί χορήγησις 4
δουκάτων για αμοιβή και πληρωμές 4
ετησίως διά βίου.
Ομοίως προς τον
Θεόδωρο Μπαρμπάτη, γνωστού ως Γκίνη, ο
οποίος χορηγήθηκε με 4 δουκάτα για αμοιβή
και 4 πληρωμές ετησίως διά βίου, οι οποίες
χορηγήσεις είναι αναγκαίες για τη
συντήρηση της μητέρας του και των αδελφών
του και όταν θα έχουν ιδανική ηλικία
για να υπηρετήσουν με άλογο θα έχουν 4
δουκάτα για αμοιβή και πληρωμές 8 ετησίως
και θα εγγραφούν στη θέση εκείνων πού
θα λείψουν στους 4 λόχους πού θα υπηρετήσουν
στην Κέρκυρα με τις προαναφερθείσες
πληρωμές, οι οποίες αποτελούν ανταμοιβή
για τις περιουσίες τους και τα κτήματά
τους που άφησαν στο Ναύπλιο (Νάπολη της
Ρωμανίας) και όποια άλλη χορηγία λάμβαναν
καταργείται και πρέπει να παύσει προς
αυτούς.
Ομοίως προς τον
Νικόλα Κλεισουριώτη, ο οποίος λόγω του
ότι διετέλεσε αιχμάλωτος των Τούρκων,
όντας σε δημόσια υπηρεσία, υπέφερε
μεγάλα βασανιστήρια ένεκα των οποίων
έμεινε ανάπηρος (κουτσός), να του
χορηγηθούν δουκάτα 5 για αμοιβή και
πληρωμές 4 ετησίως διά βίου. Οι οποίες
χορηγήσεις να πληρωθούν στους άνω
αναγραμμένους δικούς μας επιχορηγημένους
από το ταμείο μας της Κρήτης που είναι
επιτετραμένο για τέτοιες πληρωμές.
Πέραν αυτών, έχοντας
τον αγαπητό μας ευγενή Θωμά Μοτσενίγκο
γενικό καπετάνιο της θάλασσας (ναύαρχο)
που επέτρεψε σε 6 άξιους και επιχορηγηθέντες
από την Μονεμβασία, δηλαδή των Ιωάννη
Σκούρη και τον Νικολό τον γιο του, τον
Μανώλη Πίστρακο και τον Μανούσο Κερουλίνη,
τον Γιάννη του Τζώρτζη Τραμβοτινού,
ακρωτηριασμένο αμφοτέρων των χεριών,
και τον Ιωάννη τον Κορίνθιο από τα
Καρθοφύλακκα, με αποζημίωση 12 μισθών
μηνιαίων από το ταμείο μας της Κρήτης
διά βίου, ως αποζημίωση για τις υπηρεσίες
τους και για τα κτήματα πού εγκατέλειψαν
στην Μονεμβασία. Υπό τον όρο της εξουσίας
αυτού του Συμβουλίου που επικύρωσε τη
προαναφερθείσα χορηγία προς αυτούς
τους άξιους δικούς μας ανθρώπους όπως
περιέχεται στις δια χειρός επιστολές
του ναυάρχου μας.
Όπως
μπορεί να διαπιστώσει ο κάθε αναγνώστης,
ακόμη και ο κακόπιστος, ΠΟΥΘΕΝΑ ο Ζώρζης
Σχηματάρης δεν αναφέρεται ως αρχηγός
φάρας. Αναφέρεται μόνο ως Στρατιώτης
που πολέμησε στο Ναύπλιο και έχασε την
περιουσία του. Αντίθετα, άλλοι Στρατιώτες
και ο καπετάνιος τους Μπαρμπάτης, που
έχουν οικογένειες, αναφέρονται και
μάλιστα παίρνονται μέτρα ανακούφισης
και προστασίας των ατόμων της κάθε μιας
ξεχωριστά.
Συμπεράσματα:
- Δεν υπάρχουν καθόλου στοιχεία υπέρ της ίδρυσης του χωριού από τη «φάρα του Σχηματάρι». Δεν υπάρχει πουθενά αυτή η φάρα με αυτό το όνομα. Συνεπώς όποιος αναπτύσσει μια τέτοια θεωρία απλώς αυθαιρετεί και παραποιεί την ιστορία αντικαθιστώντας την με παραμύθια της Χαλιμάς.
- Ο μόνος Σχηματάρης που υπάρχει είναι αυτός του Ναυπλίου, ενάμιση αιώνα μετά την εμφάνιση του χωριού στη βιβλιογραφία και στα αρχεία.
- Ο Ζώρζης Σχηματάρης του Ναυπλίου δεν εμφανίζεται πουθενά ως αρχηγός φάρας. Ούτε άλλα στοιχεία υπάρχουν για άλλα μέλη της φάρας του, όπως γίνεται σε άλλους στρατιώτες. Τι μπορεί να συμβαίνει: είτε δεν είχε φάρα και ήταν ένας απλός Στρατιώτης που κατέφυγε στην Ενετική επικράτεια μετά από μια καταστροφή, όπως τόσοι άλλοι, για να γλιτώσει από τους Τούρκους, είτε είχε φάρα με άλλο όνομα και το «Σχηματάρης» ήταν απλό παρατσούκλι, όπως ήταν και είναι ακόμα το συνήθειο, να δίνουμε παρονόματα από τον τόπο καταγωγής του ξένου ή από τα προσωπικά του χαρακτηριστικά.
- Το ότι άλλα χωριά γύρω από το Σχηματάρι (όχι όλα) έχουν τα ονόματα των οικιστών τους ΔΕΝ σημαίνει αυτόματα ότι το ίδιο ισχύει και για το Σχηματάρι. Τα Λουκίσσια, για παράδειγμα. Όντως έχουν το όνομα οικιστή. Βρίσκουμε, όμως, στην ιστορία πολλούς με το όνομα «Λουκίσσας». Το Μπράτσι. Βρίσκουμε κατ' αρχάς δύο οικιστές με διαφορετικά βαπτιστικά ονόματα σε δύο τοποθεσίες, εκ των οποίων η μία χάνεται σιγά-σιγά. Το όνομα όμως «Μπράτσης» επανεμφανίζεται σε δημοτικό τραγούδι και μάλιστα σαν αδελφός του Κλέφτη Γιάννη Μπουκουβάλα. (Και αυτό το παραθέτω στο βιβλίο μου). Το ίδιο συμβαίνει με τον Αντρίτσα (Ντρίτσα), με τον Ραπεντόσα, με τον Κόντα, με τον Μπελούση, με τον Λυκουρέση, κ.ο.κ.
- Από όλα αυτά και από τα καινούργια στοιχεία που έρχονται στο φως, ισχυροποιείται, χωρίς όμως και να τεκμηριώνεται, η εκδοχή (5). Να πήρε, δηλαδή, το χωριό το όνομά του από το ομώνυμο σπαθί των Στρατιωτών.
- Επειδή ο Βαγγέλης τα μπερδεύει και με τα στοιχεία των χαρτών του Μπίντλιφ, θα παραθέσω τις παρατηρήσεις που είχα κάνει στο βιβλίο μου επί του ζητήματος, επισημαίνοντας, ακόμη μια φορά, το γεγονός ότι, ο εν λόγω Άγγλος καθηγητής είναι από εκείνους που προσπαθούν να αποδείξουν ότι οι Αρβανίτες της Ελλάδας δεν είναι Έλληνες αλλά είναι Αλβανοί και αυτό το στηρίζει στο ότι μιλάνε αρβανίτικα. Επί του καίριου αυτού ζητήματος της ταυτότητας των Αρβανιτών, ο δημοτικός μας ιστοριογράφος αρκείται να σημειώσει εμβριθέστατα και ξεμπερδεύει:«Η εγκατάσταση και η μακροημέρευση στην περιοχή μας του νέου αυτού εθνολογικού στοιχείου των αρβανιτών, αποτελεί το πιο σημαντικό στοιχείο από εθνολογικής άποψης και είναι αντικείμενο μελέτης ειδικών επιστημόνων. Όμως, οι νέοι πληθυσμοί, ομογενοποιήθηκαν με την πάροδο του χρόνου με τον ντόπιο ελληνικό πληθυσμό και αποτέλεσαν ένα δυναμικό στοιχείο αντίστασης κατά των Οθωμανών». [ο.π. σελ. 52]
Οι χάρτες «Μπίντλιφ» που δημοσιεύονται στους «Παράξενους φτωχούς Στρατιώτες»
Βασίζονται
σε απογραφές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας
που διενεργούνται κατά διαστήματα και
χρησιμοποιούνται για φορολογικούς
σκοπούς. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχουν
μέσα στοιχεία που αποτελούν «φορολογητέα
ύλη». Αντίθετα, ο,τι δεν φορολογείται
δεν υπάρχει μέσα. Αυτό ΔΕΝ σημαίνει ότι
είναι ανύπαρκτο στην πραγματικότητα.
Οι χάρτες δεν είναι πολιτικοί χάρτες
που αποτυπώνουν τα πάντα. Συντάχθηκαν
από τον Μπίντλιφ για μεθοδολογικούς
λόγους και ίσως και για προπαγανδιστικούς.
Το σίγουρο είναι ότι έτσι, προπαγανδιστικά
και ανθελληνικά, χρησιμοποιούνται σε
διάφορες φιλοΣκιπιτάρικες ιστοσελίδες.
Είναι σημαντικοί μόνο αν τους δούμε
στις πραγματικές τους διαστάσεις.
Ο
χάρτης που είναι τελευταίος στον πίνακά
μου, είναι ο Νο 3, στη σελίδα 58 του πονήματος
του Βαγγέλη.
Είναι
ένας ακόμα χάρτης του Μπίντλιφ, ο πιο
ενδεικτικός και όχι ιστορικός, αφού δεν
διαθέτει χρονολόγηση! Ο ίδιος τον
επιγράφει «Βυζαντινή και Φράγκικη
Βοιωτία». Επομένως δεν μπορούμε να τον
χρησιμοποιήσουμε όπως τους άλλους γιατί
είναι «στο περίπου». Αναφέρεται
«χονδρικώς» σε μια τεράστια χρονικά
εποχή και μάλιστα με διφορούμενη
ταυτότητα... και βυζαντινή και φράγκικη...
χωρίς να ξεχωρίζει τη μία από την άλλη,
ή, έστω, να εξηγεί τον τρόπο που χρησιμοποιεί
τους όρους.
Ιδού
οι δικές μου παρατηρήσεις επί των χαρτών
όπως τις έχω διατυπώσει στο βιβλίο μου:
[...Χρόνια
είχα στον νου μου κι έψαχνα να βρω
μεσαιωνικούς χάρτες της Βοιωτίας με
τοπωνύμια. Αν βρω, έλεγα, για παράδειγμα,
έναν χάρτη του 1600 που έχει επάνω του ένα
δυο χωριά, τότε θα είμαστε σίγουροι ότι
τα χωριά μας ιδρύθηκαν πριν από το 1600.
Δεν φανταζόμουν ποτέ, μάλλον γιατί δεν
είμαι ιστορικός, ότι σε αυτήν τη ζοφερή
και χαοτική εποχή, τη γεμάτη ανακατατάξεις,
θα υπήρχαν αρχεία ικανά να μας δώσουν
μια τόσο σαφή εικόνα. Ακόμη, δεν φανταζόμουν
ότι θα υπήρχαν άνθρωποι οι οποίοι, από
αλλού ορμώμενοι, θα είχαν κάνει όλη την
καλή δουλειά, ώστε να βρούμε εμείς τους
καρπούς της, έτοιμους σχεδόν για μάζεμα.
Αναφέρομαι
σε πέντε χάρτες (Νο 1-5), που απεικονίζουν
τα απογραφικά στοιχεία των Οθωμανών
κατά τον 15ο, 16ο και 17ο αιώνα. Εκτός από
τους πέντε αυτούς χάρτες, θα παραθέσουμε
και κάποια σχόλια για να μπορέσει ο
αναγνώστης να αξιοποιήσει όσο περισσότερο
γίνεται τα στοιχεία τους. Στο πλαίσιο
αυτό, παρατίθεται ένας ακόμη χάρτης (Νο
6), που αποτελεί, τρόπον τινά, σύνοψη όλων
των πληθυσμιακών ανακατατάξεων κατά
τη διάρκεια των τριών αιώνων.
1.
Οι χάρτες έχουν δημοσιευτεί στα άρθρα
του John Bintliff: (α) ‘‘The Ottoman Era in the Context of
Long-Term Settlement History. A Case-Study: the Archeological Survey
of the Valley of the Muses, Boeotia, Greece’’. (β) ‘‘The Ethnoarchaeology
of a ‘Passive’ Ethnicity: The Arvanites of Ancient Greece’’.
Τα εν λόγω κείμενα, όπως και το πρωτογενές
υλικό των απογραφών για τη σύνταξη των
χαρτών, βρίσκονται στο αρχείο του
συγγραφέα – έπειτα από την ευγενή
παραχώρηση του καθηγητή John Bintliff, τον
οποίο ευχαριστούμε θερμά.
2.
Οι χάρτες είναι στα αγγλικά. Οι πηγές
τους, από αυτά που έχω υπόψη μου, είναι
στα τουρκικά. Τα απογραφέντα ονόματα
ήταν ελληνικά ή αρβανίτικα. Η απόδοσή
τους στην παρούσα μελέτη είναι, και
πάλι, στα ελληνικά και στα αρβανίτικα.
Οπότε έχουμε αποκλίσεις, σε κάποιες
περιπτώσεις σημαντικές, στην απόδοση
των ονομάτων. Ο μελετητής των οθωμανικών
αρχείων που συνέταξε τους χάρτες,
θέλοντας να πιστεύει ότι δεν πρόκειται
για Έλληνες, φαίνεται πως «στρογγυλεύει»
τα ονόματα των Στρατιωτών κατά το δοκούν.
Κάποια ονόματα μάς φαίνονται σήμερα
εξωτικά: «Μπουζούργκ», «Κίνος» κλπ.
Πρέπει να λάβουμε υπόψη μας και την τάση
που έχουν οι Αρβανίτες να φτιάχνουν
παράξενα υποκοριστικά: «Γάτσης» είναι
ο Γιώργος, από το Γιωργάτσης. Από το
Γιώργος όμως
παράγεται και το… Λιόλης! «Τούντας»
είναι ο Θόδωρος, από το Τούνταρος.
«Τούσιας» είναι ο Θανάσης, «Κίνος»
μάλλον είναι ο Γκίνος (και Γκίνης), από
το Γιάννης κ.ο.κ. Θα προσπαθήσουμε να
δώσουμε όσες περισσότερες εξηγήσεις
μπορούμε, ώστε ο μελετητής να κρίνει,
να αποδεχτεί ή να απορρίψει.
3.
Οι χάρτες σχεδιάστηκαν για να δείξουν
τις πληθυσμιακές ανακατατάξεις, και
αυτό είναι το πρώτο σημαντικό στοιχείο
που συνεισφέρουν. Δείχνουν τους παλιούς
κατοίκους (τους ελληνόφωνους) και τους
νέους (τους αλβανόφωνους). Κάνουν λόγο
για «ελληνικά» και «αλβανικά» χωριά
και χρησιμεύουν στον συντάκτη τους για
να «αποδείξει» ότι οι σημερινοί Έλληνες
δεν είναι απόγονοι των αρχαίων. Εμείς
συμφωνούμε ότι οι έποικοι της Βοιωτίας
του Μεσαίωνα δεν είναι βιολογικοί
απόγονοι των αρχαίων, αλλά διαφωνούμε
στο ότι δεν είναι Έλληνες αλλά Αλβανοί.
Κρατάμε πως οι χάρτες δείχνουν αυτό που
ως τα σήμερα οι περισσότεροι ερευνητές
δεν καταλαβαίνουν: ότι οι παλιοί κάτοικοι
ούτε «αφομοιώθηκαν» ούτε «αφομοίωσαν»
τους νέους. Συνυπήρξαν για πολλούς
αιώνες στα δικά τους χωριά. Τα χωριά
αυτά είναι αμιγή. Και είναι αμιγή όχι
για εθνικιστικούς λόγους, αλλά για
πολιτικοστρατιωτικούς. Οι παλιοί
κάτοικοι συμπτύχθηκαν στα ημιορεινά
χωριά του Ελικώνα προτού εμφανιστούν
οι Αρβανίτες, και το κάνανε αυτό γιατί
οι παλιοί οικισμοί σαρώθηκαν από τους
πολέμους και την πανώλη. Οι Αρβανίτες,
πάλι, ήρθαν και εγκαταστάθηκαν σε
περιοχές έρημες. Κύρια αποστολή τους
ήταν να φυλάνε τόπους και ανθρώπους,
καθώς ήταν Στρατιώτες και μάλιστα
ικανότατοι. Η διάταξη των αρβανίτικων
χωριών στους χάρτες δείχνει με απλό
τρόπο τη στρατιωτική λογική των
εγκαταστάσεων. Οι στρατιωτικές δυνάμεις
διατάσσονται στα μεγάλα κυρίως περάσματα,
ορεινά και πεδινά, και γύρω από τις
εγκαταστάσεις των παλιών κατοίκων. Οι
δύο κοινωνίες λειτουργούσαν, για τρεις
περίπου αιώνες, παραπληρωματικά. Οι μεν
παρήγαγαν, οι δε προστάτευαν και παρήγαγαν
στοιχειωδώς. Υπήρχε καταμερισμός των
έργων, ο οποίος εξέλειπε –όχι εντελώς,
ευτυχώς– με την αλλαγή των συνθηκών
που επέφερε η επικράτηση της σκλαβωμένης
(οθωμανικής) ειρήνης. Τότε ήταν που οι
Στρατιώτες αγροτοποιήθηκαν.
4.
Τα χωριά επισημαίνονται με τα ονόματα
των Στρατιωτών που προνοιάστηκαν στον
συγκεκριμένο τόπο. Τούτο συνιστά τη
δεύτερη μεγάλη συνεισφορά των χαρτών.
Έχουμε όλα σχεδόν τα ονόματα των Φτωχών
Στρατιωτών που προνοιάστηκαν στη
διάρκεια ενός αιώνα στην Κοιλάδα του
Ασωπού και σε ολόκληρη τη Βοιωτία. Αυτό
είναι ξεχωριστό και φωτίζει πολλές
πτυχές της ιστορίας των κοινωνιών της
Κοιλάδας. Έστω κι αν υπάρχουν αλλοιώσεις
στην απόδοση των ονομάτων, τώρα πια
ξέρουμε «ποιος» πήγε «πού». Ξέρουμε, με
απόκλιση λίγων ετών, τον χρόνο ίδρυσης
κάθε οικισμού.
- Οι χάρτες είναι «φωτογραφίες». Δείχνουν πέντε διαφορετικές στιγμές των πληθυσμιακών αλλαγών. Εύκολα επισημαίνει κανείς την εγκατάσταση και τη συν τω χρόνω αύξηση του πληθυσμού κάποιου χωριού. Υπάρχουν και αρκετά χωριά που χάνονται, είτε γιατί συνθέτουν ένα μεγαλύτερο χωριό είτε γιατί εγκαταλείπονται. Οι «φωτογραφίες» αυτές πρέπει να θεωρήσουμε ότι ελήφθησαν σε «τυχαίες» στιγμές. Οι εγκαταστάσεις δηλαδή δεν σχετίζονται με τις απογραφές. Όταν έχουμε, για παράδειγμα, χάρτη του 1506, δεν σημαίνει ότι τη χρονιά αυτήν εγκαταστάθηκαν οι επιπλέον κάτοικοι. Σημαίνει απλώς ότι οι κάτοικοι εγκαταστάθηκαν πριν από το 1506 και μετά το 1466, δηλαδή τη χρονιά του αμέσως προηγούμενου απογραφικού χάρτη. Στη διάρκεια αυτών των πενήντα χρόνων έχουμε, απ’ ό,τι φαίνεται, μια συνεχή ροή νέων κατοίκων. Αλλά κι αν δεν έχουμε, πάλι δεν αλλάζει κάτι σημαντικό στην ιστορία, γιατί οι χρονικές αποστάσεις ανάμεσα στις απογραφές είναι σχετικά μικρές.
- Οι οικισμοί απεικονίζονται με κύκλους και τετράγωνα. Οι κύκλοι είναι των παλαιών κατοίκων και τα τετράγωνα των καινούργιων. Κάπου εμφανίζονται και τρίγωνα. Αυτά σημειώνουν τους «αγνώστου εθνικότητας» οικισμούς. Αγνώστου εθνικότητας, προφανώς για τους Ευρωπαίους μελετητές. Το μέγεθος του πληθυσμού απεικονίζεται με το διαφορετικό μέγεθος του σχήματος. Στους χάρτες φαίνεται πώς ένα μικρό χωριό-τετράγωνο γίνεται, προοδευτικά, μεγάλο χωριό-τετράγωνο. Κάτω από κάθε χάρτη υπάρχει υπόμνημα που δείχνει την κατάταξη σε σχέση με τον πληθυσμό και το μέγεθος του τετραγώνου ή του κύκλου. Η απογραφή αφορά «οικογένειες». Για την ακρίβεια, απογράφονται σπίτια και όχι άτομα. Αυτό συμβαίνει γιατί ο φόρος υπολογιζόταν με βάση την εστία (το τζάκι).
7.
Ακόμη μια σημαντική συνεισφορά των
χαρτών είναι η επί δύο και πλέον αιώνες
απογραφή των χωριών με τα ονόματα των
ιδρυτών τους Στρατιωτών.Αυτό σημαίνει
δύο πράγματα:
(α)
Οι κάτοικοι των χωριών, και όλος ο παλαιός
πληθυσμός, ονομάζουν τα χωριά με τα
ονόματα των ιδρυτών τους.
(β)
Τούτη η πραγματικότητα, το ότι δηλαδή
οι πάντες γνωρίζουν και χρησιμοποιούν
τα εν λόγω ονόματα, αναγκάζει την
οθωμανική γραφειοκρατεία να απογράψει
κι αυτή τα ονόματα όπως τα ξέρει ο λαός.
Έτσι, για παράδειγμα, έχουμε οικισμό
«Αντώνη Κόντα» το 1466 και έχουμε τον ίδιο
οικισμό το 1687-88!
(Σήμερα
ο οικισμός αυτός δεν υπάρχει.) Είναι
λογικό λοιπόν να θεωρήσουμε πως το όνομα
του προνοιασμένου Στρατιώτη ήταν Αντώνης
Κόντας και ότι για αυτόν τον λόγο
διατηρήθηκε επί δύο και πλέον αιώνες,
παρόλο που ο Αντώνης Κόντας είχε πεθάνει
προ πολλού και ίσως είχε χαθεί και η
γενιά του.
8.Το
παραπάνω χαρακτηριστικό δείχνει με τον
τρόπο του την αξιοπιστία των χαρτών.
Όταν σε αλλεπάλληλες απογραφές
απογράφονται ίδια στοιχεία, από
διαφορετικούς ανθρώπους, αυτό σημαίνει
ότι τα στοιχεία είναι (και παραείναι)
αληθινά.
9.
Οι χάρτες είναι αξιόπιστοι για έναν
ακόμη λόγο: γιατί τα στοιχεία τους
επιβεβαιώνονται από την προφορική
παράδοση. Την προφορική παράδοση, που
η «γενική» ιστορία αγνοεί και δεν μπορεί
να μην αγνοεί. Όταν βλέπουμε σήμερα τον
«Αντώνη Κόντα» να «εγκαθίσταται» στην
περιοχή αυτή από ανθρώπους που ξέρουν
μόνο τι λένε τα αρχεία, και όχι τι λέει
η παράδοση, ενώ εμείς ξέρουμε από
μαρτυρίες πως στο ίδιο σημείο υπήρχε
οικισμός και ότι το άροτρο έχει, κατά
καιρούς, βγάλει πελεκημένες πέτρες,
τότε το συμπέρασμα είναι απολύτως
έγκυρο.
Επιπλέον,
δικαιούμαστε να αναρωτηθούμε αν το
τοπωνύμιο «Κοντίτο» σχετίζεται με το
επίθετο «Κόντας». Εκτός των άλλων το
«Κόντος είναι διαδεδομένο μικρό όνομα
και το συναντάμε πολλές φορές στους
καταλόγους των Στρατιωτών της Σινιορίας.
10.
Ο πρώτος χάρτης έχει χρονολογία 1466. Η
απογραφή έγινε δηλαδή έξι χρόνια μετά
την προσάρτηση της Βοιωτίας στο Ντοβλέτι.
Μέχρι τότε, και από το 1394, ήταν φόρου
υποτελής αλλά αυτοδιοίκητη. Συνεπώς, ο
χάρτης του 1466 είναι ο βασικός. Ό,τι
καταγράφεται επάνω του, μπορούμε με
ασφάλεια να θεωρήσουμε πως προέκυψε
πριν από το 1466 και μετά το 1382, τη χρονιά
δηλαδή που έχουμε την πρώτη μικρή
εγκατάσταση Στρατιωτών.
11.
Αν το 1382 έγιναν τα πρώτα μικρά χωριά,
προτού ακόμη καλά καλά χτιστούν σπίτια,
το 1385 έρχονται κι άλλοι Στρατιώτες με
τον Νέριο Α΄ Ατζαγιόλι. Η διαφορά επί
της ουσίας είναι μικρή. Δεν έχει σημασία
ποιοι είναι πρώτοι οικισμοί και ποιοι
είναι δεύτεροι, όταν έχουμε μόνο τρία
χρόνια διαφορά και βρισκόμαστε έξι
αιώνες μετά. Η αναφορά μας στους «πρώτους»
και στους «δεύτερους» έχει σημασία μόνο
για να δείξουμε τις δύο αυτές κρίσιμες
εγκαταστάσεις, τα εναρκτήρια λακτίσματα
ούτως ειπείν.
12.
Το «εναρκτήριο λάκτισμα» έχει την
ιστορική σημασία του. Δεν το αναφέρουμε
για να δείξουμε απλώς την «παλαιότητα»
της εγκατάστασης. Αν οι Στρατιώτες είναι
στη Βοιωτία το 1404, παραδείγματος χάρη,
όταν δέκα χιλιάδες οικογένειες Αρβανιτών
εμφανίζονται στον Ισθμό με πρόσκληση
των Παλαιολόγων, αυτό έχει τις
αλληλεπιδράσεις του και οδηγεί σε μια
σειρά από συμπεράσματα.
Το
πρώτο αβίαστο συμπέρασμα είναι πως η
κάθοδος γίνεται συντεταγμένα. Δεν
εγκαθίστανται όπου τους είναι βολικό
ή όπου υπάρχει χώρος. Και στη Βοιωτία,
τότε ακόμη, υπάρχει χώρος. Το δεύτερο
αβίαστο συμπέρασμα είναι ότι και οι ήδη
προνοιασμένοι Αρβανίτες κάνουν καλά
τη δουλειά τους και δεν επιτρέπουν στους
«διερχομένους» να εγκατασταθούν μαζικά.
Αν εγκαταστάθηκαν σποραδικά κάποιες
οικογένειες, αυτό δεν αλλάζει την εικόνα
– ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν φαίνεται
πιθανό, επειδή η κίνηση γίνεται εν
κοινωνία (φάρες). Κινούνται ως κοινωνία
και αποφασίζουν να σταθούν ως κοινωνία.
Δύσκολα εγκαταλείπουν τη φάρα τους και
ο απομονωτισμός δεν τους είναι κάτι
οικείο.
- Από τους πέντε χάρτες οι τρεις πρώτοι είναι οι πλέον σημαντικοί. Εκείνοι είναι που δείχνουν τις βασικές αλλαγές. Το 1466, το 1506 και το 1570. Από το 1466 έως το 1506 φαίνεται τι γίνεται στην Κοιλάδα του Ασωπού. Μπορεί κανείς εύκολα να το συγκρίνει με το τι γίνεται την ίδια περίοδο στο Μοριά και τι στην πόλη των τεναγών. Εδώ φτιάχνουν καλυβάκια και μικρές εκκλησίες· εκεί, αν και εκπατρισμένοι, εδραιώνουν την κοινωνία τους μέσα στην πιο σπουδαία και ισχυρή πόλη της εποχής. Απολαμβάνουν τις τιμές και τα αξιώματα ως πολίτες της. Εδώ οι Στρατιώτες φτιάχνουν κοινωνίες υπό τον οθωμανικό ζυγό· εκεί φτιάχνουν κοινωνίες υπό την Αναγέννηση. Η σύγκριση αυτών των δύο είναι ένα εξόχως γοητευτικό, ιστορικό και κοινωνιολογικό θέμα για μελέτη.
14.
Από το 1506 έως το 1570 οι εγκαταστάσεις
παίρνουν την οριστική τους μορφή.
15.
Οι επόμενοι χάρτες, του 1642 και του
1687-88, δεν δείχνουν άξιες λόγου αλλαγές,
εκτός από μία: το Σχηματάρι «χάνεται»
από τον χάρτη του 1687-88. Έχουν βέβαια και
αυτοί τη σημασία τους, γιατί δείχνουν
τη μονιμότητα και τη συνέχεια των όσων
έγιναν πριν. Η συγκεκριμένη περίοδος
των εξήντα πέντε χρόνων είναι καίρια.
Δείχνει τι γινόταν στην Κοιλάδα, ενώ η
Τουρκία ήταν στο μέγιστο της δύναμής
της και η μια πολιτεία μετά την άλλη
έπεφτε στα χέρια της. Το 1571 χάνεται η
Κύπρος. Την ίδια χρονιά γίνεται η Ναυμαχία
της Ναυπάκτου, όπου ναι μεν οι Τούρκοι
αναχαιτίζονται στην επέκτασή τους προς
τη Δύση, ταυτόχρονα όμως λύνονται τα
χέρια τους για να εδραιώσουν την εξουσία
τους στην Ανατολή. Τώρα μπορούν να
εκκαθαρίσουν θύλακες αντίστασης, να
τιμωρήσουν ατίθασους υπηκόους, να
καταστείλουν εξεγέρσεις. Μέσα σε αυτόν
τον χαμό, οι Στρατιώτες της Κοιλάδας
του Ασωπού μένουν όρθιοι, διατηρούν την
ημιαυτόνομη κατάστασή τους και αποδίδουν
απλώς έναν συμβολικό φόρο στον Σουλτάνο.
Εξαίρεση,
όπως είπαμε, παρουσιάζει το Σχηματάρι,
το οποίο χάνεται από τον χάρτη του
1687-88, ήτοι τη χρονιά που ο Μοροζίνι
διενεργεί αντιπερισπασμό στη Χαλκίδα.
Προκειμένου να διαιρέσει τις τουρκικές
δυνάμεις, ώστε εκείνες που σταθμεύουν
στη Θήβα να μην φτάσουν ποτέ στην Αθήνα,
ο Μοροζίνι πολιορκεί τη Χαλκίδα.
Ταυτόχρονα, οι Αρβανίτες της Νότιας
Εύβοιας εξεγείρονται και πολιορκούν
το κάστρο της Καρύστου. Στα εγχειρήματα
αυτά, φέρεται από μια θεωρία, να πήρε
μέρος και το Σχηματάρι. Γεγονός είναι
πάντως πως στην πολιορκία παίρνει μέρος,
ως διοικητής των «Σκλαβούνων», κάποιος
Αρβανίτης Ιωάννης Γκίνης.
Στο
πρωτογενές υλικό για τη σύνταξη των
χαρτών σημειώνεται πως το Σχηματάρι
γίνεται βακούφιο το 1640, αφού η «εξαφάνισή»
του από τις απογραφές των πληθυσμών
συνοδεύεται με την απογραφή σε έναν και
μόνο κατάλογο βακουφίων.
Γεγονός
είναι επίσης ότι στην περιοχή διαδόθηκε
επιδημία πανώλης από τα στρατεύματα
του Μοροζίνι. Όταν, μετά τρεις μήνες, η
πολιορκία της Χαλκίδας λύθηκε και οι
Βενετοί αποχώρησαν, το Σχηματάρι ίσως
να υπέστη τις συνέπειες του πολέμου και
της πανώλης. Ήταν ακριβώς εκείνη τη
χρονιά της απογραφής:
το
1688, την επόμενη χρονιά δηλαδή της
ανατίναξης του Παρθενώνα. Αργότερα –δεν
είναι σαφές πότε αλλά σίγουρα στις αρχές
του 18ου αιώνα–, το Σχηματάρι ανασυγκροτείται
από τους γύρω οικισμούς και από όσους
κατοίκους είχαν διασωθεί. Η επιδημία
της πανώλης, που μάλιστα έρχεται από τη
Χαλκίδα, υπάρχει στην προφορική παράδοση
με τη μορφή θαυματουργικού θρύλου. Το
πότε περίπου διαμορφώνονται οι οικισμοί
στην οριστική τους μορφή έχει κι αυτό
τη σημασία του. Και την έχει γιατί το
1460, χρόνος προσάρτησης της Βοιωτίας,
είναι κρίσιμη χρονολογία. Αν η εγκατάσταση
συνεχίζεται και μετά με μαζικό τρόπο,
αυτό σημαίνει ότι οι Τούρκοι όχι μόνο
συμβιβάστηκαν με την ισχύ των Στρατιωτών
και δεν αξίωσαν τον εξισλαμισμό τους,
όπως έκαναν αλλού,
αλλά
επέτρεψαν, ή και ενθάρρυναν, την περαιτέρω
αύξηση του πληθυσμού των Αρβανιτών στη
Βοιωτία. Ας μην ξεχνάμε τι γίνεται την
ίδια εποχή στον Μοριά: οι Στρατιώτες
είναι λίαν δυσαρεστημένοι με τη Σινιορία.
Οι Τούρκοι προσπαθούσαν να αξιοποιήσουν
το ρήγμα αυτό.
Χάρτης 1. Απογραφή
1466
Χάρτης 2. Απογραφή
1506
Χάρτης 3. Απογραφή
1570
Χάρτης 4. Απογραφή
1642
Χάρτης 5. Απογραφή
1687/88
Χάρτης 6.
Βυζαντινή-Φράγκικη Βοιωτία
i Ο
Βαγγέλης διαπράττει το ατόπημα να μην
παραθέτει πλήρη στοιχεία του βιβλίου
στην βιβλιογραφία ενώ δεν αναφέρεται
σ' αυτό όταν χρησιμοποιεί στοιχεία του,
όπως πχ το έγγραφο για τον Γεώργιο
Σχηματάρι.
ii Η
εκδοχή αυτή έγινε γνωστή στον συγγραφέα
χάρη στον Νίκο Γεωργίου του Κολλιού.
iii Shamshir
(Περσία), Kilij (Τουρκία και την Αίγυπτο),
Nimcha (Μαρόκο), Pulwar (Αφγανιστάν), Talwar (Βόρεια Ινδία,
Πακιστάν).
iv Καίριο
στοιχείο στην παρακολούθηση των ιχνών
του Γιώργη Σχηματάρη είναι η πορεία
της θρυλικής οικογένειας των Μπαρμπάτη
με την οποία, όπως φαίνεται στο έγγραφο,
έχει συνδεδεμένη την τύχη του. Τα ίχνη
αυτά είναι ανεξίτηλα και η ανακάλυψή
τους προϋποθέτει απλώς την μετάφραση
των αρχείων την Δημοκρατίας τους Αγίου
Μάρκου. Τα αρχεία διατίθενται δωρεάν
και σε ψηφιακή μορφή. Μπορεί κανείς να
τα βρει στην ψηφιακή βιβλιοθήκη του
Πανεπιστημίου Κρήτης, την «Ανέμη».
Βρίσκονται στο... μνημειακό έργο του Κ.
Σάθα, Μνημεία ελληνικής ιστορίας, τόμος
VIII, Παρίσι, 1882, σελ. 341.
v Σκjιματάρ-ι=ο
αγαπών τον στολισμόν, ο κομψευόμενος.
Βλ. Λεξικόν της αλβανικής γλώσσης, Κων.
Χριστοφορίδου, Π. Δ. Σακελλαρίου, Αθήνα
1903.
vi Για να έχουμε ένα μέτρο των αμοιβών
της εποχής, και για να κατανοήσει ο
αναγνώστης γιατί οι Στρατιώτες είναι
–και αυτοαποκαλούνται– «φτωχοί», θα
αναφέρουμε το εξής: Το 1687, όταν ο Μοροζίνι
ανέκτησε τα κάστρα του Μοριά, ο στρατηγός
των χερσαίων δυνάμεων, ο Όθων Γουλιέλμος
φον Καίνιξμαρκ (1639 Βεστφαλία-1688 Χαλκίδα)
έπαιρνε 24.000 δουκάτα το χρόνο, συν τα
«έξοδα ταξιδίου» αφού είχε τη δυνατότητα
να έχει μαζί του τη γυναίκα του Κατερίνα
Καρλόττα και τη συνοδεία της. Την ίδια
εποχή, ο απλός Γερμανός μισθοφόρος,
θεωρητικά, έπαιρνε 28 δουκάτα, αλλά στην
πράξη έπαιρνε λιγότερα, αφού οι Βενετοί,
επωφελούμενοι από τις «συναλλαγματικές
διαφορές», τους πλήρωναν με γερμανικά
τάλιρα. Η σύγκριση ανάμεσα στον μισθό
του
Γερμανού μισθοφόρου του 1687 και του
Στρατιώτη του 1541 είναι δυνατή διότι το
δουκάτο, ως «νόμισμα με ρήτρα πολυτίμου
μετάλλου» (χρυσού), είχε, στη διάρκεια
ενός και πλέον αιώνα, μικρές διακυμάνσεις.