Πέμπτη 25 Ιουλίου 2019

Σίφνος: «Δος μοι τούτον τον ξένον, τον εκ βρέφους ως ξένον ξενωθέντα εν κόσμῳ» Α'

Το «όρος Θαβώρ» της Σίφνου: Ο Αη Νηγιάς ο Ψηλός. 700 μέτρα πάνω απ' τη θάλασσα




Γιώργος Μιλτ. Σαλεμής



Τη Σίφνο την παινεύω χρόνια τώρα. Με έργα και με λόγια. Ιδιωτικώς και δημοσίως.
Χαίρομαι, λοιπόν, καθώς τα τελευταία χρόνια, χρόνια της κρίσης και της καταστροφής, το νησί, όχι μόνο άντεξε στη λαίλαπα αλλά βγήκε κερδισμένο. Η ανάκαμψη αυτή, άλλοτε έπεται και άλλοτε προηγείται μιας σχετικής τουριστικής και περιηγητικής φιλολογίας, μικρών τε και μεγάλων, σχετικών τε και ασχέτων. Πάντα ρίχνω μια ματιά σ' αυτήν την φιλολογία, στα καλά λόγια που πληθαίνουν, για το ένα και το άλλο προσόν του νησιού, για τη γοητεία του, που γίνεται αντιληπτή έστω και αν ο γοητευμένος είναι εθισμένος στο κυρίαρχο μοντέλο του τουρισμού και όχι στην κινητήρια δύναμη του ταξιδιού, ήγουν, την ψηλάφηση, την ανακάλυψη, τη σχέση, το προσκύνημα του άλλου τ[ρ]όπου.

Ένα κείμενο, όμως, περισσότερο εύστοχο από όλα τα άλλα, τράβηξε την προσοχή μου. Ειδικά μια φράση του, με «ιντριγκάρησε» περισσότερο, με έκανε να θέλω να ξαναμιλήσω για την αγαπημένη μου Σίφνο, ακριβώς τριάντα χρόνια μετά την πρώτη μας γνωριμία, το πρώτο μας ραντεβού.
«Όμως στη Σίφνο δεν υπάρχει πια τίποτα το ανεξερεύνητο. Εδώ και 50 χρόνια την εξερευνούν εξονυχιστικά όσοι Έλληνες και ξένοι ένιωσαν ότι σφυρηλατήθηκε η ψυχή και το πνεύμα τους από τα δύο ελληνικά Νόμπελ λογοτεχνίας. Ό,τι σήμερα μοιάζει ανεξερεύνητο, απλώς έχει μείνει για κάμποσο καιρό σχετικά άθικτο. Για παράδειγμα, το μονοπάτι που οδηγεί από την Απολλωνία στο Κάστρο» [ Πηγή: www.lifo.gr ]

Εύστοχος ο συγγραφέας στα «δύο Νόμπελ», άστοχος όμως στο « δεν υπάρχει πια τίποτα το ανεξερεύνητο» και στο « Ό,τι σήμερα μοιάζει ανεξερεύνητο, απλώς έχει μείνει για κάμποσο καιρό σχετικά άθικτο».

Θα ισχυριστώ το αντίθετο. Ότι η Σίφνος είναι ανεξερεύνητη, παραμένει και θα παραμένει ανεξερεύνητη, πράγμα που οφείλεται ακριβώς στην ικανότητα της κοινωνίας της να αναπαραγάγει τα άπειρα φράκταλς της γοητείας της ακόμη και όταν, ακουσίως ή εκουσίως, θίγει εκείνα που φαίνονται άθικτα.

Στη Σίφνο δεν ισχύει αυτό που ισχύει, π.χ., για τη Μύκονο, αυτό που ίσχυε για το αρχαίο της ανάλογο: Το «ου παντός πλειν ες Κόρινθον». Όλοι μπορούν να καταπλεύσουν στο μικρό νησί των Δυτικών Κυκλάδων, να νοικιάσουν ένα δωμάτιο και να περάσουν μερικές μέρες. Πολύ πιο εύκολα από τη Μύκονο, μπορούν ν' αποκτήσουν κι ένα σπίτι. Η απόσταση «μίκρυνε» πια, τα καράβια πλήθυναν, και πιο εύκολα πάει κανείς στη Σίφνο απ' ότι στη Θεσσαλονίκη.
Αν έχεις και παρά, εε τότε, σου δημιουργείται η μεγάλη ψευδαίσθηση ότι «όλο το νησί είναι δικό σου». Σε αντίθεση με τη Μύκονο, όπου την ψευδαίσθηση αυτή την έχουν πολλοί κι εκείνο που νομίζεις μεγάλο, εκεί, είναι πολύ-πολύ μικρό.

Μπορείς, λοιπόν, να αποβιβασθείς στη Σίφνο. Αλλά, όσα μέσα κι αν διαθέτεις, δεν σου εξασφαλίζουν ότι μπορείς να την εξερευνήσεις, να την ψηλαφήσης, να την ανακαλύψεις. Ο,τι και να κάνεις, όπου και να πας, θα βλέπεις και θα κάνεις πράγματα ωραία αλλά δεν θα βλέπεις, ούτε και θα κάνεις, τα ωραιότερα. Εκείνα βρίσκονται σε μια άλλη διάσταση, εκεί κοντά σου, δίπλα σου, ωστόσο μακρινά και ασύμβατα στις αντιληπτικές σου ικανότητες.

Το μυστικό στην απόκτηση ανάλογων αντιληπτικών ικανοτήτων βρίσκεται στα «δύο Νόμπελ», όταν όμως αυτά διαβάζονται, ή μάλλον «παίρνουν αντιστοιχία», με τα εγγεγραμμένα στο νησί κείμενα και δεδομένα.

Μέλος αρτιμελές ενός εξαιρετικά ψιλοκεντημένου και ψιλοσκαλισμένου πολιτισμού, η Σίφνος δεν περίμενε την ψηφιακή τεχνολογία για να συσχετίσει το άυλο με το υλικό, όπως έγινε πρόσφατα με τα μονοπάτια της που σημάνθηκαν και συνδέθηκαν με το Παγκόσμιο Σύστημα Θεσιθεσίας.

Ο «κωδικός» πρόσβασης, είναι ένα από τα πολλά Ρο του Έρωτα. Είναι το Ρο του Τόπου! Είναι απαραίτητο αυτό το κλειδί αλλά δεν είναι ένας ο τρόπος απόκτησής του. Σίγουρα πρέπει να στο δώσει η σπιτονοικοκυρά! Πώς θα κερδίσεις όμως την εμπιστοσύνη της, είναι δικό σου κατόρθωμα.

Το Ρο έχει, εκ της φύσεώς του, μια περίεργη συμπεριφορά κλειδιού. Όπως σ' ένα σπίτι, μόλις αποκτήσεις συγκάτοικο διπλασιάζεις τα κλειδιά και του δίνεις το ένα, έτσι και στις λέξεις που αρχίζουν από Ρο, το Ρο διπλασιάζεται όταν εκείνες αποκτήσουν συνθετικό, όταν κατά κάποιο τρόπο, αποκτήσουν κι αυτές συγκάτοικο.

Ο ποιητής μας προϊδεάζει ότι αυτά τα Ρο είναι πολλά και μάλιστα είναι του Έρωτα. Δεν είναι όμως όλα ίδια. Διαφέρουν, όπως και τα κλειδιά. Ένα απ' αυτά είναι και το Ρο του Τόπου, όπως είπαμε. Ο Τόπος έχει το δικό του αποκεκρυμμένο Ρο. Πρέπει να το βάλεις στη θέση του, με σωστό Τ[ρ]όπο, ανάμεσα στο πρώτο γράμμα και στο δεύτερο. Τότε μόνο θα λειτουργήσει, τότε μόνο θα σου επιτρέψει από τον Τόπο να περάσεις στον Τρόπο!

Τόποι σαν την Σίφνο, ναοί ενός μεγάλου ψιλοκεντημένου και ψιλοσκαλισμένου πολιτισμού, δεν είναι προσβάσιμοι στον καθένα μη μυημένο, απλούστατα διότι είναι Πρόσωπα ενός Τρόπου. Ο,τι είναι εικονική πραγματικότητα στη Λάρα Κρόφτ και στον Ιντιάνα Τζόουνς, εδώ είναι πραγματική εικονικότητα, ρέει και συρρέει στα μονοπάτια και στα ασβέστως αρμολογημένα πλακόστρωτα της νήσου. Είναι ο,τι φαίνεται με την πρώτη ματιά, αλλά, πέρα απ' αυτό, είναι και πολλά άλλα πράγματα. Είναι αυτό που είναι από μόνο του, αλλά, είναι κάτι διαφορετικό όταν είσαι κι εσύ μαζί του. Κάθε φορά που είσαι μαζί του, είναι κι εκείνο, όπως κι εσύ, διαφορετικό.

Ο,τι βλέπουμε στο νησί, είναι τα χαρακτηριστικά του Προσώπου, η προβολή του Τρόπου, τα σημεία όπου μια τεράστια άυλη υπερκατασκευή αγγίζει το έδαφος. Πρέπει να συναντήσεις πολλές φορές αυτό το Πρόσωπο, πρέπει να σταθείς εκστατικός μπροστά στην ομορφιά του, πρέπει να το ψηλαφήσεις, να το περιηγηθείς, να τελέσεις πράξεις λατρείας, για ν' αρχίσεις να αντιλαμβάνεσαι την οντότητα και το κάλλος που κρύπτεται παλλόμενο μέσα του, το πνεύμα που το διαμόρφωσε και, ως ένα βαθμό, εκφράζει. «Το κάλλος κρύπτεσθαι φιλεί»!

Για να είμαι πιο σαφής, πρέπει να ακολουθήσεις, όπως και σε όλες τις σχέσεις με τους ανθρώπους, την Κλίμακα της Αγάπης. Από το Σέβομαι στο Εμπιστεύομαι. Και μετά στο Νοιάζομαι, Μοιράζομαι, Φροντίζω. Το Καλωπίζω, Ελευθερώνω, Δημιουργώ, σε αξιώνουν να απολαύσεις τον άλλον εν τη πλήρη δόξη του, σε όλη του, δηλαδή, την φανέρωση, αφού «δόξα» σημαίνει «φανέρωση».

«Σκαλί είναι η αγάπη, σκαλί και σκαλοπάτι», λέει ένα άλλος ποιητής σ' ένα τραγούδι. Και σε κάθε σκαλοπάτι που γλυκοφιλάς το Πρόσωπο του Τ[ρ]όπου, αναβαθμίζεις τη σχέση σου μαζί του. Σου επιτρέπει και σε προσκαλεί να προχωρήσεις στα ενδότερα δώματα. Εγκαταλείπει, το ένα μετά το άλλο, «όλα τα πέπλα της σαγήνης της», όχι μία ακόμη έκλυτη κι αιμοδιψής Σαλώμη, αλλά μια διαφορετική θηλυκή οντότητα τριών υπαρκτικών διαστάσεων. Κίρκη, Καλυψώ και Πηνελόπη, ταυτοχρόνως και ταυτοτ[ρ]όπως! Ένα απ' τα Ρ του Έρωντα μαζί με το ΚΚΠ του Τ[ρ]όπου!

Ο σύγχρονος «ξυλοκόπος» θα αναρωτιέται τώρα που διαβάζει, με λίγο σηκωμένο το φρύδι του, «μα είναι η Σίφνος οντότητα;» Και θα αντικρούσει, μάλλον καγχάζοντας, «σιγά μην έχει και η Σίφνος τη μεταφυσική της»!

Θα απαντήσω ευθαρσώς:
Ναι η Σίφνος είναι οντότητα! Ζώσα και λειτουργούσα οντότητα! Και ναι, έχει τη Μετα-φυσική της. Κάτι πέρα, δηλαδή, από τη φυσική, από την επιστήμη, από ο,τι είναι μετρήσιμο και απεικονίσιμο με μαθηματικά, τύπους και διαγράμματα.
Ναι, αν ο Έρωτας είναι τόκος του καλού «εν τω καλώ», όπως λέει η Διοτίμα στον μυούμενο νεαρό Σωκράτη. Ναι, αν ο Έρωτας είναι δαίμονας που φέρνει σε σχέση το θείο με το ανθρώπινο, τα οποία, χωρίς αυτόν θα παρέμεναν άσχετα και αμέθεκτα.

Αν κυοφορείς μέσα σου κάτι καλό και ψάχνεις τ[ρ]όπο να το γεννήσεις, τότε στη Σίφνο θα αναγνωρίσεις ο,τι από τις θεϊκές ομορφιές συνάντησε «στα ουράνια ταξίδια της» η ψυχής σου. Όμως αυτό, δεν μπορεί κανείς να στο αποδείξει με επιχειρήματα και με «τετράγωνη λογική». Πρέπει να το συναντήσεις μόνος σου, σε κάποιο μονοπάτι, σε κάποιο σοκάκι, σε κάποιο παλιό σπίτι, σε κάποια «θεμωνιά», σε κάποιο πανηγύρι, ει δυνατόν από κείνα όπου πριν από την «τράπεζα» διαθέτουν πορεία ανηφορική και κοπιώδη.

Αν δεν ανέβεις, παραμονή του Προφήτη Ηλία, στο «όρος Θαβώρ» της Σίφνου, και δεν «δεις» εκεί επάνω, επτακόσια μέτρα υπέρ την θάλασσα, κάθιδρος και ξέπνοος από την ανάβαση, τους μεταμορφωμένους καθημερινούς ανθρώπους, αν δεν ακούσεις τις καμπάνες που τις σημαίνει ο κάθε προσκυνητής καθώς φτάνει στο κατώφλι της εκκλησίας, αν δεν θαυμάσεις την απέραντη θέα και την «πυραμίδα» της σκιάς του νησιού προς την ανατολή καθώς ο ήλιος πάει να βασιλέψει, αν δεν θαυμάσεις τον κόπο και την φροντίδα, το κάλλος και την ευπρέπεια των ανθρώπων εκείνων που επί αιώνες και, κυρίως, σήμερα συντηρούν, κοσμούν και λειτουργούν αυτά τα δυο στρέμματα Τ[ρ]όπου, αν δεν κάτσεις να θεραπεύσεις μαζί τους «του πιοτού και φαγιού τον πόθο», τρώγοντας ρεβύθια, μακαρόνια με κρέας, μανούρα κι άφθονο κρασί, αν δεν ακούσεις με προσήλωση και καθαρή καρδιά τα τραγούδια τους, όπως και τις ψαλμωδίες τους, αν δεν τελέσεις μαζί τους τον Εσπερινό και τη Θεία Λειτουργία, ανάμεσα σε βιολιά, λαγούτα, μπάλλους, έρωτες, τσιμπούσια, δεν θα μπορέσεις να καταλάβεις τίποτα από την οντότητα της Σίφνου, δεν θα την γνωρίσεις ποτέ, όσες φορές κι αν πλεύσεις στα λιμάνια της.

Ακόμα και το πλέον υλικό των υλοφρόνων, το καλό φαΐ της Σίφνου, που το διαφημίζουν όλοι, έχει τη μετα-φυσική του. Την άυλη υπερκατασκευή, και δεν εννοώ φυσικά τον Τσελεμεντέ, ο οποίος κατάγεται από το νησί. Εννοώ την οψοποιών μαγγανεία, την τ[ρ]οπο-τεθειμένη και αθλο-θετημένη στον «χρονολειτουργικό εορτολογικό αλγόριθμο του βυζαντινού πολιτισμού», των πανηγύρεων και των πανηγυράδων.

Το «μαστέλο» και η «ρεβυθάδα», όπως και όλη η «κουζίνα» της Σίφνου έχουν την μετα-φυσική τους, δεν είναι απλά εδέσματα. Είναι τελετές, τελούνται εν χρόνω και χώρω, εν ρυθμώ και μέτρω! Είναι δε τόσο μεγάλη η ποικιλότητα, οι εκδοχές του ίδιου εδέσματος, ανάλογα με τον μάγειρα, τον φούρνο, τη γειτονιά, την εποχή ή το πανηγύρι, ώστε πάντα κάτι μένει ανεξερεύνητο, κάτι μένει χωρίς να το έχεις γνωρίσει, χωρίς να το έχεις επισκεφθεί, χωρίς να το έχεις γευθεί και δοκιμάσει...

Τα 366 εκκλησάκια της, έχουν την μετα-φυσική τους. Και δεν εννοώ μόνο εκείνη του ναού της Ορθόδοξης Ανατολής. Εννοώ πολλά περισσότερα, έστω κι αν τελικά όλα ανάγονται σ' αυτή την Ορθόδοξη Ανατολή.
Κάθε τέτοιο εκκλησάκι και μοναστήρι που διασπείρεται στον «κάμπο», στον «καμβά», του νησιού και γίνεται χαρακτηριστικό του Προσώπου του, δεν αντικαθιστά μόνο τους 72 αρχαίους φρυκτωρικούς πύργους από την εποχή που ήταν «χρυσοφόρος». Αποτελεί ταυτόχρονα και μια εκπληκτικής πυκνότητας εικαστική παρέμβαση. Αχειροποίητες οντότητες κι αυτές, όπως και τα σπίτια, οι μύλοι, τα τσικαλάδικα καμίνια, οι περιστερώνες, τα μονοπάτια, οι πετζούλες, οι ξερολιθιές, τα πηγάδια, οι βρύσες, συνομιλούν και σχετίζονται με ανθρώπους και περιβάλλον, καθορίζονται και καθορίζουν, τ[ρ]οποποιούν τον τόπο και τ[ρ]οποποιούνται από τον Τ[ρ]όπο.

Αχειροποίητες οντότητες, σπεύδω να προλάβω τον αγνωστικιστή «ξυλοκόπο», επειδή αυτό που βλέπουμε και ψηλαφίζουμε δεν είναι αποτέλεσμα μόνο του χεριού αλλά και πολλών άλλων παραγόντων που συστρέφονται μέσα στη διάσταση την οποία αποκαλούμε με μια λέξη, «χρόνο». Παμπάλαια μνημεία αυτά, δέχονται πάνω τους τον Καιρό, τη Φύση, την Κοινωνία. Αλλοιώνονται, φθείρονται, πλήττονται από τα Στοιχεία τους. Οι μαστόροι, όμως, έχουν την «κακή συνήθεια» να αποφεύγουν να «θίξουν» το πνεύμα της εντ[ρ]οπίας αυτής όταν είναι υποχρεωμένοι να την αναχαιτίσουν συντηρώντας τα. Τα συντηρούν και ταυτόχρονα τ' αφήνουν «άθικτα», ακολουθώντας την «μανιέρα» του «χρόνου». Οπότε, είναι άδικο να μην αναγνωρίσουμε στους χειρώνακτες το αχειροποίητο αποτέλεσμα των χειρών τους.

Άλλωστε, και το πνεύμα της μαστοριάς τους, η άυλη πολιτιστική κληρονομιά της τέχνης τους, είναι μια αχειροποίητη υπερκατασκευή, έχει κι αυτή την μετά-φυσική της, είναι όλων και κανενός, υπάρχει ανεξάρτητα από την τύχη των ατόμων, μεριζόμενη ακεραιώνεται, ακεραίως μερίζεται. Αναπαράγεται μυστηριακώς, σε θήλακες και «φάτνες» κάλλους σαν τη Σίφνο, προσηλυτίζοντας τους πιο διαφορετικούς και απίθανους μύστες. Τον κάθε ξένο «τὸν ἐκ βρέφους ὡς ξένον ξενωθέντα ἐν κόσμῳ»!




Οι τελευταίες αναρτήσεις

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Αρχειοθήκη ιστολογίου