Γιώργος Μιλτ. Σαλεμής
9 Ιανουαρίου του
2012, έγραψα ένα κείμενο για το νεκροταφείο
του χωριού και δημοσιεύτηκε στον
“Ελεύθερο Λόγο”. Στο πρώτο μέρος του
έγραφα:
«Χάρη στη τεχνολογία
των υπολογιστών όλοι, τώρα πια, μπορούμε
να κοιτάμε από ψηλά. Κι όταν κοιτάς από
ψηλά και σου φαίνεται η γη σαν ζωγραφιά
γρήγορα αντιλαμβάνεσαι ότι ο
τόπος είναι το πρόσωπο του τρόπου.
Είναι ένα σκίτσο,
μια ζωγραφιά, μια εικόνα κάποιου τρόπου
ζωής. Το “πώς” είναι ο τόπος δείχνει
το “τι” είναι η κοινωνία που πατάει
πάνω του. Με λίγη προσοχή από τον
παρατηρητή μπορεί το “πώς” του τόπου
να δείξει το “τι” της κοινωνίας που
προηγήθηκε. Της κοινωνίας, ενδεχομένως
και των κοινωνιών, που κάποτε έζησαν,
πρόκοψαν, ήκμασαν και τώρα πια χάθηκαν
από τα όμματα των αδιάφορων και
χρησιμοθηρικών...θηρίων της εποχής μας.
Δεν θα ήταν υπερβολή
να πω, κυρίως για να προκαλέσω
εποικοδομητικά, ότι το νεκροταφείο
είναι το πιο όμορφο σημείο του χωριού.
Ήταν πάντα κι εξακολουθεί και είναι! Το
παλιό του κομμάτι εννοώ φυσικά και όχι
το καινούργιο.
Από τη μια μεριά,
γιγάντια κυπαρίσσια. Ευθυτενείς, σε
στάση προσοχής, μαυροφορεμένοι φύλακες.
Σε πυκνές γραμμές, ο ένας δίπλα στον
άλλον. Με τις ρίζες τους ν΄ αρδεύονται
στο χωριό μας το κεκοιμημένο. Σκιάζοντες
δικαίους και αμαρτωλούς, πλούσιους και
πένητες, βασιλείς και στρατιώτες.
Γνωρίζοντες “τις
ο πλούτος, το κάλλος, η ισχύς και η
ευπρέπεια”.
Το παλιό κομμάτι,
τόπος “άναρχα δομημένος”, πλην όμως
τρόπος ήπιος, τόπος αναψύξεως, τρόπος
να προσεγγίζεις τον θάνατο μέσα από τη
ζωής και τη ζωή μέσα από τον θάνατο.
Από την άλλη μεριά,
την πίσω (από την εκκλησία) μεριά, το
“ιπποδάμειο” σχέδιο να διευθετεί τον
κρανίου τόπο. Όλοι οι κεκοιμημένοι μας
συμπολίτες, στη σειρά, σε ζυγούς, τους
οποίους δεν δύνανται πλέον να λύσουν
στους αιώνες. Περιμετρικά κάτι “πεθαμένα”
κυπαρισσοειδή, άλλα αντ' άλλων, με τα
ξασπρισμένα τους κλαράκια παριστάνουν
τα όρια, παριστάνουν τη φύση, παριστάνουν
το πένθος.
Κι απορεί κανείς.
Τι κάνει μια κοινωνία τόσο α-νόητη ώστε
να μη μπορεί καν να μιμηθεί ό, τι καλό
κληρονόμησε; Η ανάγκη για πιο πολύ χώρο;
Μα ποιος μας είπε ότι βάζοντας τα μνήματα
σε ζυγούς κερδίζουμε χώρο; Ποιος μας
είπε ότι βγάζοντας από μέσα τα κυπαρίσσια
θα χωρέσει περισσότερους; Ποιος μας
είπε ότι αυτό που βλέπουμε είναι μόνο
αυτό που βλέπουμε;»
Τον τελευταίο καιρό
υφέρπει ύπουλα και ανησυχητικά μια
“συζήτηση” για τα κυπαρίσσια του παλιού
τμήματος του νεκροταφείου. Χθες την
άκουσα ακόμη μία φορά.
“Είναι βρομιά τα
κυπαρίσσια”, “λερώνονται οι τάφοι”,
“μόνο τα μέσα να κοπούν, τα γύρω γύρω
δεν πειράζει”, “όλες(sic)
οι γριές έχουνε σπάσει τα γόνατά
τους” επειδή δεν έχουν χώρο να περάσουν
ανάμεσα στα μνήματα και χτυπάνε στα
μάρμαρα και στις γωνίες!
Στην καλύτερη
περίπτωση πρόκειται για τα “χρησιμοθηρικά
θηρία” που κάνω λόγο “προφητικά” στο
κείμενο του '12. Στη χειρότερη περίπτωση
πρόκειται για θηρία που έχουν βάλει
στο μάτι τα πανέμορφα και αιωνόβια αυτά
μνημεία του χωριού μας. Δεν μας ενδιαφέρει
και πολύ από τι κινούνται και που
αποσκοπούν. Ένα μόνο έχει σημασία: Να
βρουν το χωριό όλο απέναντί τους αν
επιχειρήσουν να αγγίξουν έστω και ένα
...κυπαρισσόμηλο!
Ευθύς εξαρχής
ξακαθαρίζω:
- Τα κυπαρίσσια βρίσκονται εκεί αιώνες. Ενδεχομένως και πριν της συστάσεως του νεκροταφείου δεδομένου ότι εκεί ευρίσκετο μοναστήρι, του Αγίου Νικολάου, όπως αναφέρουν οι γραφές. Αν το νεκροταφείο δημιουργήθηκε, σύμφωνα με το διάταγμα του Όθωνα για τα νεκροταφεία, στα μισά του 19ου αιώνα, τα κυπαρίσσια δεν αποκλείεται να είναι πολύ παλαιότερα. Μια επιστημονική χρονολόγηση θα μας έβγαζε από την απορία και θα συνέβαλε στην διερεύνηση της ιστορίας του τόπου. Αντί γι' αυτό κάποιοι απεργάζονται την κοπή τους...ίσως για να μετρήσουν τους κύκλους και να κάνουν έτσι τη χρονολόγηση(!)
- Τα κυπαρίσσια πια έχουν ενσωματωθεί στο κεκοιμημένο χωριό, είναι μέρος του οργανικό, έχουνε στους χυμούς τους το...DNA των προπατόρων μας. «Ευθυτενείς, σε στάση προσοχής, μαυροφορεμένοι φύλακες. Σε πυκνές γραμμές, ο ένας δίπλα στον άλλον. Με τις ρίζες τους ν΄ αρδεύονται στο χωριό μας το κεκοιμημένο. Σκιάζοντες δικαίους και αμαρτωλούς, πλούσιους και πένητες, βασιλείς και στρατιώτες. Γνωρίζοντες “τις ο πλούτος, το κάλλος, η ισχύς και η ευπρέπεια”».
- Μαζί με τις απείρου κάλλους εκκλησίες του Αγίου Ιωάννη του Πρόδρομου και της Αγίας Παρασκευής διαμορφώνουν την πιο ιστορική και την πιο καλαίσθητη “γωνιά” του χώρου. Μαζί με τον Άγιο Νικόλαο, διαμορφώνουν το ιερότερο σημείο του χώρου. Δεν θα ήταν άσκημα, σκεπτόμενοι το μέλλον, να φροντίζαμε, από τώρα, και για την ενοποίηση του χώρου! Αν η αρχαία Τανάγρα είναι ιερός χώρος λόγω της ιστορίας της, οι τρεις αυτές εκκλησίες είναι ιερότερες, και λόγω της ιστορίας τους και λόγω του ότι εμείς δεν είμαστε παιδιά των παππούδων μας, των αρχαίων, αλλά είμαστε παιδιά των πατέρων μας, των Βυζαντινών και των Ματαβυζαντινών.
- Κανείς δεν έχει, αρμοδιότητα, δικαίωμα, εξουσία, να τα πειράξει! Κανείς! Όσα δέντρα κι αν έχει φυτέψει, όσες υπηρεσίες και αν έχει προσφέρει, όσο κι αν μας έχει “σώσει”. Ούτε δημοτικός άρχων ούτε εκκλησιαστικός ούτε ζωντανός ούτε “πεθαμένος”. Και η αναφορά μόνο στην κοπή, και η “συζήτηση” από μόνη της, είναι ιεροσυλία!
- Βρομιά δεν είναι τα κυπαρίσσια. Βρομιά είναι οι βέβηλες σκέψεις, οι πράξεις, η ματαιοδοξία των συγχωριανών μας που έκαμαν “παλάτια” εκεί που δεν ξεχωρίζει ο πλούσιος απ' τον φτωχό και βασιλιάς από τον στρατιώτη. Έκαμαν “παλάτια”καταπατώντας τον χώρο των άλλων ακόμη και του παρακείμενου αδελφού τους. Στο τέλος σπάγανε τα φέρετρα γιατί δεν τους “έπαιρνε” στη στροφή. Και εν πάση περιπτώσει, αν είναι “βρομιά” τα φύλλα των κυπαρισσιών είναι και των πλατάνων και των άλλων δέντρων του χωριού. Τι πρέπει να κάνουμε; Να τα κόψουμε όλα επειδή “λερώνουν” τις αυλές μας, τα μπαλκόνια μας και τους δρόμους μας; Και τι θα αφήσουμε; Τα αυτοκίνητα και τους όζοντες δερμάτινους χυτώνες μας;
- Αν μας λείπει χώρος σήμερα δεν οφείλεται στα καημένα τα κυπαρίσσια που μένουν απολύτως ακίνητα από καταβολής αλλά στην “κινητικότητα”της “αναπτυγμένης” μας κοινωνίας που συσσώρευσε τόνους μαρμάρων και τσιμέντου. Η θεραπεία της αρρώστιας λοιπόν δεν βρίσκεται στο να κάνουμε κι άλλο χώρο για τους ανθρώπους των μαρμάρων αλλά στην αντίσταση σ' αυτούς και στις μαρμάρινες ορέξεις τους.
- Ό, τι προκύπτει από τα κυπαρίσσια είναι πεντακάθαρα κυπαρισσόφυλλα και κυπαρισσόμηλα, το ιδανικότερο δηλαδή “υλικό” για έναν τόπο ένθα οι δίκαιοι αναπαύονται. Δεν είναι κακό, είναι καλό. Δεν είναι βρόμα αλλά ευωδία. Δεν είναι κάτι που πρέπει να “καθαριστεί” αλλά είναι κάτι που πρέπει να κοσμεί και να θάλλει, οπού ό,τι υπάρχει “χους ει και εις χουν απελεύσει”.
- Ακόμη κι αν κοπούν τα κυπαρίσσια ο χώρος δεν θα μεγαλώσει αφού θα εξακολουθούν να υπάρχουν οι ρίζες τους. Βρίσκονται βαθειά μέσα στη γη και κυριολεκτικά είναι προσκεφάλια των κεκοιμημένων. Κι επειδή δεν φαντάζομαι ότι θα βάλουν μπολντόζες για να “ανοίξουν” τον χώρο, ξεριζώνοντας και ξεθεμελιώνοντας, “κάτι μου λέει” ότι δεν τους κόφτει ο χώρος αλλά στο μάτι έχουν βάλει τη ξυλεία, η οποία ανέρχεται σε πολλούς τόνους!
- Πρέπει να μάθουμε όλοι, μερικοί περισσότερο, ότι υπάρχουν πράγματα ιερά κι απαραβίαστα. Ότι αυτά τα “πράγματα” δεν μπορεί να τα πειράζει κανείς. Ότι όχι μόνο δεν είναι λογικό αλλά ότι δεν είναι και ωραίο να τα πειράζουμε. Ότι ζούμε πιο καλά μαζί τους παρά χώρια τους ακόμη κι αν μας δημιουργούν επιπλέον “προβλήματα” και μας “κουράζουν”. Ότι αφού υπάρχουν πριν από μας και καθόλου δεν εμπόδισαν την δική μας “ανάπτυξη” καλό είναι να τα αφήσουμε εκεί που βρίσκονται για να τα βρουν και οι άλλοι μετά από μας.
- Να του πιαστεί το χέρι και να το έχει κουλό όποιος τολμήσει να αγγίζει τα κυπαρίσσια του νεκροταφείου!
21 Δεκεμβρίου 2016